Powered By Blogger

Ετικέτες

Ελληνομνήμων

Το ιστολόγιο σπουδής ελληνικής ιστιρίας και αρχαιολογίας.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Αυγούστα Ελένη Β΄.

Κόρη του Μεγάλου Κωνσταντίνου και σύζυγος του Ιουλιανού του Αποστάτη.

 
Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.


Ο Αυτοκράτωρ και Ισαπόστολος Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας είχε αποκτήσει τέκνα από τρεις γυναίκες, από την παλλακίδα του Μινερβίνα τον Κρίσπο, από την Αρελατιανή παλλακίδα του(χαρακτηριζόταν έτσι επειδή καταγόταν από το Αρέλατον της νοτίου Γαλατίας, την σημερινή Arles, το πραγματικό της όνομα μας είναι άγνωστο) τον Κωνσταντίνο τον νεότερο, και από την νόμιμη σύζυγό του Φαύστα δύο αγόρια και δύο κορίτσια, τον Κωνστάντιο και τον Κώνστα, και την Κωνσταντίνα και την Ελένη. Ο γάμος του Μεγάλου Κωνσταντίνου με την Φαύστα ήταν πολιτικός (justae nuptiae, δίκαιον του γάμου) απόλυτα νόμιμος, αλλά χωρίς καμιά παρέμβαση της θρησκείας.


Από τον γάμο αυτόν προκύπτει και μια περίπλοκη συγγενική σχέση, άξια προσοχής, που θα σκανδαλίσει τον μέσο σύγχρονο αναγνώστη. Η Φαύστα, η νόμιμη σύζυγος του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν ετεροθαλής αδελφή της νόμιμης συζύγου του πατέρα του, Κωνσταντίου του Χλωρού. Δηλαδή, ο αυτοκράτωρ Κωνστάντιος Χλωρός και ο γιός του αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μέγας είχαν λάβει ως νόμιμες συζύγους δύο ετεροθαλείς αδελφές, την Θεοδώρα και την Φαύστα αντίστοιχα (Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, τ. ΙΙΙ, σ. 2, εκδ. C.S. H. B. Bonn 1897), που ήταν κόρες της Ευτροπίας της πρεσβυτέρας (αποκαλείται έτσι για να ξεχωρίζει από την εγγονή της, Ευτροπία την νεοτέρα, κόρη του Κωνσταντίου του Χλωρού και της Θεοδώρας και ετεροθαλή αδελφή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου).

Αυτή, λοιπόν, η Ευτροπία η πρεσβυτέρα είχε παντρευτεί σε πρώτο γάμο τον Αφράνιο Αννιβαλιανό από τον οποίο απέκτησε μια κόρη την Θεοδώρα, η οποία έγινε νόμιμη σύζυγος του Κωνσταντίου του Χλωρού (Κωνσταντίνος Βαρζός, Οι αυτοκρατόρισσες του Βυζαντίου, τόμος Α΄, σ. 39, υποσήμ. 16, Αθήνα 1965). Από τον δεύτερο σύζυγό της η Ευτροπία η πρεσβυτέρα, τον αυτοκράτορα Μαξιμιανό, απέκτησε τον Μαξέντιο και την Φαύστα, την οποία νυμφεύτηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, υιός του αυτοκράτορα Κωνσταντίου Χλώρου και της Ελένης (Βαρζός, όπου παραπάνω, σ. 37). Δηλαδή, η Φαύστα για τον Μέγα Κωνσταντίνο, εκτός από σύζυγος, ήταν και θεία του.

Από αυτό τον γάμο αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος, όπως είδαμε πιο πάνω, απέκτησε δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Το μικρότερο από όλα αυτά τα παιδιά ήταν η Ελένη – Φλαβία – Ιουλία, που γεννήθηκε στα τέλη του 324 μ. Χ., ενάμιση χρόνο πριν από την εκτέλεση της μητέρας της μέσα στο λουτρό του αυτοκρατορικού ανακτόρου της Ρώμης, κατά διαταγή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον Ιούλιο με Αύγουστο του 326 μ. Χ.. Το κακό αυτό έγινε επειδή ο Μέγας Κωνσταντίνος θανάτωσε τον γιο του, από την παλλακίδα του Μινερβίνα, επειδή τον υποπτευόταν ότι είχε ερωτικές σχέσεις με την Φαύστα. Μετά το τραγικό αυτό γεγονός, βαρυνόμενος από τις τύψεις και πιεζόμενος από την μητέρα του Ελένη, η οποία υπεραγαπούσε τον εγγονό της Κρίσπο, διέταξε και τον θάνατο της Φαύστας μέσα στο λουτρό θεωρώντας την υπαίτια για την απόφασή του να θανατώσει τον Κρίσπο ( Ζώσιμος, Ιστορία Νέα, σ. 94, εκδ. C.S.H.B. Bonn. 1837).

Η Ελένη, όπως και η αδελφή της Κωνσταντίνα, στέφτηκε ενωρίς από τον πατέρα της αυγούστα, και ήταν περίπου 13 ετών όταν αυτός πέθανε τον Μάιο του 337μ. Χ.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν είχε προλάβει να την παντρέψει, όπως είχε κάνει με την μεγαλύτερη αδελφή της Κωνσταντίνα, και έτσι, μετά τον θάνατό του, ακολούθησε τοη αυτοκράτορα αδελφό της στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την πρώτη γυναίκα του και εξαδέλφη της, την Γάλλα (την αδελφή του Ιουλιανού, του μετέπειτα συζύγου της) και την αδελφή της Κωνσταντίνα που είχε ήδη χηρέψει. Το πώς χήρεψε η Κωνσταντίνα θα το δούμε παρακάτω, όταν θα εξιστορήσουμε την λεγόμενη «συγγενοκτονία» . Η Ελένη αποκαλείται από την ιστορία ως αυγούστα Ελένη Β’ για να ξεχωρίζει από την γιαγιά της την αγία Ελένη, που αποκαλείτε αυγούστα Ελένη Α΄.

Τα δυο κορίτσια του Μεγάλου Κωνσταντίνου δεν φαίνετε να έλαβαν κάποια ιδιαιτέρα μόρφωση, και ζούσαν απομονωμένα μέσα στο ιερό παλάτιο, κάτω από την κηδεμονία του καχύποπτου αδελφού τους Κωνστάντιου. Οι πολιτικές ανάγκες τις εποχής εκείνης έκαναν τον Κωνστάντιο να παντρέψει την μεγαλύτερη από τις αδελφές του, την Κωνσταντίνα, με τον εξάδελφό του Γάλλο.

Τα διάφορα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν, θα δούμε στην συνέχεια ποια ήταν αυτά, αλλά και το ενδιαφέρον της δεύτερης συζύγου του Κωνστάντιου, της Ευσεβίας, βοήθησαν και την Ελένη, τριανταένα ετών τότε, να παντρευτεί τον Ιουλιανό, που τότε ήταν είκοσι πέντε ετών. Ο γάμος έγινε τον Νοέμβρη του 355 στα ανάκτορα των Μεδιολάνων, αφού προηγουμένως ο γαμπρός, ο Ιουλιανός, αναγορεύτηκε από τον κουνιάδο και εξάδελφό του αυτοκράτορα Κωνστάντιο σε καίσαρα. Μετά τις λαμπρές τελετές της αναγόρευσης και του γάμου, οι νεόνυμφοι έμειναν μαζί με το αυτοκρατορικό ζεύγος μέχρι την 1η Δεκεμβρίου του 356, οπότε αναχώρησαν για την Γαλατία, την περιοχή που θα διοικούσε ο καίσαρ Ιουλιανός ( Αμμιανός Μαρκελλίνος, Ammiani Marcellini, Regum gestarum libri qui supersunt, σ. 87, τ. Ι, εκδ. C. Clark , Berlin,1910. Ιουλιανού Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 154 – 156 και 158 – 159, Ζωσίμος, όπου παραπάνω, σ. 123. Σωζομενός, P. G.,vol. 67, col. 1217. Φιλοστόργιος, P. G. vol. 65, col. 517).

Το 357 η αυγούστα Ελένη Β΄, μόνη χωρίς τον σύζυγό της καίσαρα Ιουλιανό, επισκέπτεται την Ρώμη, μαζί με τον αυτοκράτορα αδελφό της και την νύφη της, για τον εορτασμό της συμπλήρωσης των είκοσι ετών της βασιλείας του Κωνστάντιου. Μετά το πέρας του λαμπρού εορτασμού η Ελένη επέστρεψε κοντά στον Ιουλιανό στην γαλατική πόλη Λουκετία, το σημερινό Παρίσι.

Το ζευγάρι αυτό δεν ήταν ταιριαστό. Η μέτριας μόρφωσης αυγούστα Ελένη Β΄ δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα σε μια μεγαλοφυΐα όπως ο Ιουλιανός, ο οποίος, από την πλευρά του, έβλεπε στο πρόσωπο της γυναίκας του τον καταπιεστικό αυτοκράτορα Κωνστάντιο από τον οποίο είχε υποφέρει πολλά ο ίδιος και η οικογένειά του. Πραγματικά, αυτά που τράβηξαν ο Ιουλιανός και οι δικοί του από τον Κωνστάντιο δεν ήταν λίγα.

Η αρχή έγινε το 337, μερικούς μήνες μετά τον θάνατο του Αγίου και Ισαποστόλου Κωνσταντίνου του Μεγάλου και πριν να αναγορευθούν σε αύγουστους οι τρείς γιοι του και ο ανεψιός του Δαλμάτιος, γιος του ετεροθαλούς αδελφού του, που λεγόταν και αυτός Δαλμάτιος ( Επειδή το γενεαλογικό δένδρο του Κωνσταντίου Χλωρού είναι αρκετά περίπλοκο και ενδιαφέρον, ο γράφων δεσμεύεται να παρουσιάσει σε αυτόνομο άρθρο του την γενεαλογία του Κωνσταντίου Χλωρού). Τα τρία αγόρια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όπως είδαμε και πιο πάνω, ήταν, από την Αρελατιανή παλλακίδα του, ο Κωνσταντίνος ο νεότερος, και από την νόμιμη σύζυγό του Φαύστα, ο Κωνστάντιος και ο Κώνστας.

Το πολιτικό συμφέρον των τριών γιών του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν να μην γίνει αύγουστος ο εξάδελφός τους Δαλμάτιος, επειδή φοβόντουσαν πως θα πρόβαλαν και τα άλλα επιζόντα παιδιά του Μεγάλου Κωνσταντίνου και οι κατιόντες τους (τα παιδιά τους) τις ίδιες απαιτήσεις,. Βλέπετε το σόι του Κωνσταντίου Χλωρού ήταν πολύ μεγάλο! Έτσι αποφάσισαν την περίφημη «συγγενοκτονία», όπως χαρακτηρίζεται από όλους τους μελετητές της ιστορίας του βυζαντινού κράτους το γεγονός που θα περιγράψουμε στη συνέχεια.

Στις αρχές του Σεπτέμβρη του 337 στην Νικομήδεια, εκεί πέθανε ο Μέγας Κωνσταντίνος και εκεί πήγαν τα παιδιά του για να αναγορευθούν σε αύγουστους, ξέσπασε μια στρατιωτική στάση, όπως φάνηκε εκ των υστέρων με την υποκίνηση του Κωνστάντιου, που ως αντικειμενικό σκοπό είχε την ματαίωση της αναγόρευσης του Δαλμάτιου σε αύγουστο. Κατά την στάση αυτή, μπροστά στο καίσαρα Κωνστάντιο και στην γυναίκα του Γάλλα, σφάχτηκαν από τους στασιαστές, έξι μέλη της οικογένειας του Κωνσταντίου Χλωρού και ένας υπουργός. Οι φονευθέντες είναι οι εξής:

Ο θείος του Κωνσταντίου Δαλμάτιος και οι δυο γιοί του, Δαλμάτιος, αυτός που θα γινόταν αύγουστος, και Αννιβαλιανός, ο σύζυγος της αδελφής του Κωνστάντιου, Κωνσταντίνας. Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα, που θέσαμε πιο πάνω για το πώς χήρεψε η Κωνσταντίνα. Φονεύθηκε ακόμη ο ετεροθαλής αδελφός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Ιούλιος Κωνσταντίνος και ο ένας από τους γιούς του, ο Ανώνυμος, όπως τον αποκαλούν οι βυζαντινολόγοι, επειδή δεν διασώζεται από τις πηγές το όνομά του. Την εποχή εκείνη ο δυστυχής Ανώνυμος ήταν ένα αγοράκι 11 ετών. Ο Ιούλιος Κωνσταντίνος ήταν πατέρας της Γάλλας της συζύγου του καίσαρα Κωνστάντιου, η οποία είδε μπροστά στα μάτια της να σφάζονται κατ’ εντολή του άντρα της, ο πατέρας τις και ο αδελφός της. Ο Ιούλιος Κωνσταντίνος είχε από την πρώτη σύζυγό του Γάλλα τρία παιδιά, την κόρη του Γάλλα (την σύζυγο του Κωνστάντιου) και δυο αγόρια τον Ανώνυμο (για εμάς) και τον Γάλλο. Από την δεύτερη σύζυγό του, την ευγενική και ελληνομορφωμένη Βασιλίνα, είχε ένα γιο, το ωράισμα και το κλέος του πρώιμου Βυζαντίου, το κόσμημα της πανανθρώπινης διανόησης, τον μετέπειτα φιλόσοφο - αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Αποστάτη. Την εποχή εκείνη ο Γάλλος και ο Ιουλιανός ήταν μικρά παιδάκια και δεν παρευρίσκονταν στην Νικομήδεια, όπου έγινε η συγγενοκτονία. Έτσι γλύτωσαν.

Εκτός από τους παραπάνω, δολοφονήθηκαν, ο πατρίκιος Οπτάτος, δεύτερος σύζυγος της κόρης του Κωνσταντίου Χλωρού Αναστασίας, θείας του καίσαρα Κωνστάντιου, αλλά και της γυναίκας του Γάλλας, και ο υπουργός Αβλάβιος (Βαρζός, όπου παραπάνω σ 123 – 125).

Στην συνέχεια, και για να δώσει μια σκιά νομιμότητας στο ανόσιο έγκλημά του, ο Κωνστάντιος διέδωσε ότι τάχα οι φονευθέντες είχαν συνωμοτήσει και είχαν δηλητηριάσει τον Μέγα Κωνσταντίνο. Έτσι δήμευσε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας τους (Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, σ. 352).

Οι ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης είναι άκρως καταδικαστικές για τον Κωνστάντιο. Ο Μέγας Αθανάσιος γράφοντας στους ασκητές της Αιγύπτου καταγγέλλει τον Κωνστάντιο ότι κατάσφαξε τους θείους του, τα εξαδέλφια του ξέκανε και τον πεθερό του, μολονότι είχε ακόμη ως σύζυγο την κόρη του. Παραθέτω το γλαφυρό κείμενο του Μεγάλου Αθανασίου και ας μου επιτραπεί το μονοτονικό:

«Τους μεν γαρ θείους κατέσφαξε, και τους ανεψιούς ανείλε, και πενθερόν μεν, έτι την θυγατέρα γαμών αυτού» (Αθανασίου Αλεξανδρείας, Τοις απανταχού κατά τόπον τον μονήρη βίον ασκούσι. P. G. vol. 25, col. 776).

Ο Ιουλιανός καταγγέλλει τον Κωνστάντιο για τον φόνο του πατέρα του και του αδελφού του και μας πληροφορεί ότι αρχικά ήθελε να σκοτώσει τον ίδιο και τον αδελφό του Γάλλο, αλλά στο τέλος τους εξόρισε (Ιουλιανός, όπου παραπάνω, Ι, σ. 348 – 349).

Ο ιστορικός Ζώσιμος γράφει: «θέλοντας ο Κωνστάντιος να δώσει σε όλους παράδειγμα γενναιότητας και να μην υστερήσει απ’ τον πατέρα του σε διάπραξη ανόσιων εγκλημάτων, άρχισε απ’ το σπιτικό του να χύνει αίμα συγγενικό» (Ζώσιμος, όπου παραπάνω, σ. 106).

Ο μόνος που δικαιολογεί τον Κωνστάντιο είναι ο Φιλοστόργιος, ο οποίος γράφει ότι εκτελούσε γραπτή εντολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος θέλησε έτσι να τιμωρήσει τα αδέλφια του και τα ανίψια του, γιατί τον δηλητηρίασαν (Φιλοστόργιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, P. G. vol. 65, col. 477). Το ιστόρημα αυτό του Φιλοστόργιου είναι ένα κατασκεύασμα των οπαδών του Κωνστάντιου, για να τον δικαιολογήσουν. Αν υπήρχε τέτοια επιστολή, ας την παρουσίαζε στο δικαστήριο ως πειστήριο ο Κωνστάντιος και ας καταδίκαζε νόμιμα τους ενόχους σε θάνατο για εσχάτη προδοσία και έγκλημα καθοσίωσης. Φαρμακεία (δηλητηρίαση) κατά του αυτοκράτορα ήταν αυτή, αν έλαβε χώρα, δεν ήταν αταξία νηπίων!

Η συγγενοκτονία ήταν η αρχή των όσων δεινών υπέστη ο Ιουλιανός και ο αδελφός του από τον εξάδελφό τους Κωνστάντιο.

Στη συνέχεια ( τέλη Σεπτεμβρίου 337) τα δυο ορφανά αδελφάκια οδηγήθηκαν, κατά διαταγή του αυτοκράτορα εξαδέλφου τους, στο φρούριο του Μάκελλου, κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου και παρέμειναν υπό περιορισμό για αρκετά χρόνια, ζώντας καθημερινά με τον φόβο του θανάτου (Βαρζός, όπου παραπάνω, σ. 171 – 172).

Τα πράγματα όμως δεν πήγαν καλά για τους τρεις γιούς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το 340 ο ένας εξ αυτών, ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Β΄, ο γιός της Αρελατιανής, κινήθηκε με στρατό κατά του αδελφού του αυτοκράτορα Κώνσταντα Α΄ , αλλά έπεσε σε στρατιωτική ενέδρα των αντιπάλων δυνάμεων και σκοτώθηκε ( Ζώσιμος, όπου παραπάνω, σ. 106 – 107. και Φιλοστόργιος, P. G. vol. 65, col. 480). Έτσι το κράτος έμεινε στα χέρια των δυο γιών της Φαύστας.

Από όλα όσα ιστορήσαμε, από τον θάνατο του Κρίσπου μέχρι και τον θάνατο του Κωνσταντίνου Β’, φαίνετε ότι υπήρχε αρχικό σχέδιο από την ίδια την Φαύστα να βγάλει από την μέση τους γιούς των δυο παλλακίδων του Μεγάλου Κωνσταντίνου για να κυβερνήσουν με ασφάλεια τα δικά της παιδιά. Έτσι συκοφάντησε τον Κρίσπο στον πατέρα του, ότι της έκανε ανήθικες προτάσεις, και αυτός διέταξε τον θάνατό του. Η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η αυγούστα Ελένη κατάλαβε το σχέδιο της Φαύστας και επειδή αγαπούσε τον εγγονό της Κρίσπο, ήταν γιός παλλακίδας όπως και ο πατέρας του, πίεσε τον αυτοκράτορα γιό της να τιμωρήσει με θάνατο την ραδιούργα Φαύστα. Τα παιδιά όμως της Φαύστας, ίσως τα αγόρια μόνο, συνέχισαν, ηθελημένα ή αθέλητα το σχέδιο της μητέρας τους και τελικά πέτυχαν νε έλθει όλη η αυτοκρατορία στα χέρια τους. Ο Κωνστάντιος Β’ ( Κωνστάντιος Α’ ήταν ο παππούς του ο Χλωρός) και ο Κώνστας Α’ κυβέρνησαν συνεργαζόμενοι επί 10 χρόνια, αλλά το 350 ξέσπασε στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας η στάση του Μαγνέντιου. Ο Κώνστας Α’ μη μπορώντας να αναχαιτίσει τους στασιαστές προσπάθησε να φύγει, αλλά συνελήφθη από τους στασιαστές και θανατώθηκε στην πόλη Helena των Πυρηναίων ( Ζώσιμος, όπου παραπάνω, σ.107 - 108).

Μετά τον θάνατο του Κώνσταντα Α’ ο Κωνστάντιος Β΄ είναι πλέον μονοκράτωρ. Τα πράγματα όμως χειροτερεύουν για την αυτοκρατορία. Στην Ανατολή ο ίδιος ο αυτοκράτωρ πολεμάει κατά των Περσών του Σαπώρ Β΄(Φιλοστόργιος, P. G. Vol. 65, col. 512) και στην Δύση, όπου υπάρχει κενό εξουσίας μετά τον θάνατο του Κώνσταντό, ο Μαγνέντιος κινείται απειλητικά.

Μετά τον θάνατο του Κώνσταντα ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας στην Ρώμη, ως μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας, ο Νεπωτιανός ο νεότερος, γιός της ετεροθαλούς αδελφής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου Ευτροπίας της νεοτέρας και του Νεπωτιανού του πρεσβυτέρου (όπως βλέπει ο αναγνώστης, αυτή είναι μια περίοδος της ιστορίας με πολλές λεπτομέρειες, ικανές να τον μπερδέψουν). Ο λόγος της ανακήρυξής του, η οποία έγινε από μονομάχους και άτακτα στίφη, ήταν το ότι ανήκε, από την πλευρά της μητέρας του, στην αυτοκρατορική οικογένεια και μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελαν να καλύψουν το κενό εξουσίας στη Δύση. Δυστυχώς για τον Νεπωτιανό, ο συνεργάτης του στασιαστή Μαγνέντιου, Μαρκελλίνος, επιτέθηκε, γύρω στα μέσα του 350 κατά της Ρώμης, την κατέλαβε την και αφού τον συνέλαβε τον Νεπωτιανό μαζί με την μητέρα του, τους θανάτωσε (Ζώσιμος, όπου παραπάνω, σ. 109).

Τα πράγματα για την κεντρική εξουσία έγιναν πολύ δύσκολα, αλλά την ενδεδειγμένη λύση την έδωσε η Κωνσταντίνα. Όπως είδαμε, η Κωνσταντίνα και η αδελφή της Ελένη είχαν λάβει το τίτλο της αυγούστας σε μικρή ηλικία από τον πατέρα τους. Έτσι η Κωνσταντίνα κάνοντας χρήση της εξουσίας της ως αυγούστας, ανακήρυξε καίσαρα τον γέρο στρατηγό Βετρανίωνα για να αντιμετωπίσει τον στασιαστή Μαγνέντιο. Ο Κωνστάντιος, όταν πληροφορήθηκε αυτή την εύστοχη ενέργεια της αδελφής του, την ενέκρινε. Αργότερα όμως, επειδή ήταν καχύποπτος, του αφαίρεσε τον τίτλο από τον Βετρανίωνα και τον έστειλε να ζήσει στην Προύσα της Βιθυνίας (Φιλοστόργιος, P. G. Vol. 65, col. 512). Οι δυσκολίες των καιρών εκείνων και η ανάγκη να έχει κάποιον βοηθό στην διοίκηση του κράτους έκαναν τον Κωνστάντιο να καλέσει κοντά του τον Γάλλο, τον αδελφό του Ιουλιανού, να τον ανακηρύξει καίσαρα και να του δώσει ως σύζυγο την χήρα αδελφή του Κωνσταντίνα (Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, σ. 351).

Ο Γάλλος βοήθησε τον Κωνστάντιο στην αντιμετώπιση των κινδύνων της αυτοκρατορίας. Έκανε και ένα κοριτσάκι με την Κωνσταντίνα, για το οποίο δεν έχουμε καμιά άλλη πληροφορία εκτός από εκείνη της γέννησής του, την οποία μας την δίνει ο θείος την μικρής, ο Ιουλιανός (Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, σ. 351). Η άγνωστη σ’ εμάς, από άλλη πηγή, μικρούλα ίσως πέθανε πρόωρα και δεν ξανάγινε λόγος γι’ αυτήν.

Ο Γάλλος φέροντας τον τίτλο του καίσαρα εγκαταστάθηκε μαζί με την αυγούστα σύζυγό του στην Αντιόχεια και άρχισε να πολεμά τους εισβολείς Πέρσες του Σαπώρ Β΄ μέχρι που πέτυχε να τους νικήσει. Ο φιλύποπτος Κωνστάντιος, μόλις έμαθε την μεγάλη στρατιωτική επιτυχία του καίσαρα γαμπρού του, φοβήθηκε από την δημοφιλία που απέκτησε ο νικητής και τροπαιούχος στρατηλάτης και έβαλε τον έμπιστό του έπαρχο των πραιτορίων της Ανατολής ή ύπαρχο της Εώας , όπως τον χαρακτηρίζει ο ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός (P. G. vol. 67, col. 296), τον Δομετιανό να περιορίσει τον Γάλλο μέσα στην Αντιόχεια, όπου ήταν το διοικητικό του κέντρο, και να προσπαθήσει με διαβολές να αμαυρώσει την νίκη του. Ο Δομετιανός μόλις έφτασε στην Αντιόχεια απέφυγε να πάει ο ίδιος να συναντήσει τον καίσαρα Γάλλο και την αυγούστα σύζυγό του (Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 513), και ανάθεσε στον τοπικό αυτοκρατορικό ταμία Μόντιο, να πάει να τους ελέγξει, να τους ανακρίνει και να τους ταπεινώσει. Ο Μόντιος συμπεριφέρθηκε με τέτοια ιταμότητα και αυθάδεια στον Γάλλο, που η Κωνσταντίνα που παρευρισκόταν στην συνάντηση, νευρίασε με την ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον καίσαρα άντρα της και σ’ αυτή, που ήταν αυγούστα και είχε πάρει το αξίωμα από τον πατέρα της (ήταν αρχαιότερη του αδελφού της στον ανώτατο τίτλο της αυτοκρατορίας). Χωρίς δεύτερη κουβέντα η δυναμική αυγούστα, που ήδη είχε αποδείξει την αποφασιστικότητά της στην περίσταση της ανακήρυξης σε καίσαρα του γέρου στρατηγού Βετρανίωνα, διέταξε τους φρουρούς του παλατιού να συλλάβουν και να θανατώσουν τον αυθάδη Μόντιο και τον Δομετιανό που τον είχε στείλει. Οι φρουροί του παλατιού πέρασαν τους δυο συλληφθέντες μέσα από τους δρόμους της Αντιόχειας όπου ο κόσμος τους γιουχάιζε και τους κτυπούσε μέχρι που πέθαναν. Τα πτώματά τους τα έριξαν στον ποταμό Ορόντη (Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 515). Το γεγονός αυτό μαρτυρά ότι ο καίσαρας Γάλλος ευτύχησε να έχει την αγάπη της γυναίκας του Κωνσταντίνας, που δεν δίστασε να εναντιωθεί στον αδελφό της και στους απεσταλμένους του, αλλά και την αγάπη του λαού της Αντιόχειας, που δεν ανεχόταν να προσβάλλεται ο ήρωας του αγώνα κατά των Περσών καίσαρ Γάλλος από τους αυθάδεις απεσταλμένους του Κωνστάντιου.

Ο Κωνστάντιος μόλις έμαθε την τύχη που είχε ο Δομετιανός και ο Μόντιος αποφάσισε με δόλο να τον καλέσει στην Κωνσταντινούπολη τον Γάλλο για να εξετάσουν από κοινού τον τρόπο αντιμετώπισης του αυτοκράτορα της Περσίας Σαπώρ Β’ που είχε αρχίσει ξανά να κινείτε απειλητικά για το Βυζάντιο. Ο Γάλλος δεν ήθελε να στασιάσει απροκάλυπτα και να επιδείξει μια απροσχημάτιστη απειθαρχία μη ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του κουνιάδου του αυτοκράτορα. Έτσι αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι την βασιλεύουσα ( Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 516).

Η αυγούστα Κωνσταντίνα, που γνώριζε πολύ καλά τις προθέσεις του αδελφού της, ζήτησε από τον άντρα της να περιμένει μέχρι να πάει πρώτα αυτή στην Βασιλεύουσα για να εξακριβώσει τις πραγματικές προθέσεις του αδελφού της και μετά να ενεργήσουν ανάλογα. Έτσι και έγινε. Η Κωνσταντίνα ξεκίνησε στα τέλη του 354 το μακρύ ταξίδι για να συναντήσει τον αδελφό της αφήνοντας πίσω στην Αντιόχεια τον αγαπημένο της άντρα να περιμένει νέα της. Τα πράγματα όμως δεν ήλθαν όπως τα είχαν σχεδιάσει. Στο δρόμο η Κωνσταντίνα αρρώστησε από πυρετό και φτάνοντας στο Γαλλικανό, μια μικρή πόλη της Βιθυνίας, εγκατέλειψε για πάντα τον μάταιο τούτο κόσμο έχοντας το όνομα του αγαπημένου της συζύγου στα χείλη της. Ήταν τριάντα ενός ετών ( Αμμιανός Μαρκελλίνος, όπου παραπάνω, τ.Ι, σ. 32. Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 516). Μην μπορώντας πλέον ο Γάλλος να κάνει αλλιώς, και παρόλο το πένθος του, ξεκίνησε για να συναντήσει τον Κωνστάντιο. Στο δρόμο όμως, στην Πόλα της Ιστρίας ( ο Κωνστάντιος ήταν τότε στα Μεδιόλανα ) τον συνέλαβαν και τον πέρασαν από δικαστήριο με την κατηγορία της τυραννίας και της προδοσίας. Του δικαστηρίου πρόεδρος ήταν ο έμπιστος του Κωνστάντιου ευνούχος Ευσέβιος που είχε το αξίωμα του πραιποσίτου (κάτι σαν αυλάρχης) και ανήκε στην ομάδα που συκοφαντούσε συστηματικά τον Γάλλο στον Κωνστάντιο ( Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 517). Η απόφαση ενός τέτοιου δικαστηρίου ήταν μία και μοναδική, θάνατος. Έτσι ο δυστυχής Γάλλος αποκεφαλίστηκε δια ξίφους στην ίδια πόλη που πριν από εικοσιοκτώ χρόνια είχε θανατωθεί ο εξάδελφός του Κρίσπος με διαταγή του ίδιου του πατέρα του, Κωνσταντίνου του Μεγάλου (Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 517).

Το παρόν άρθρο βιογραφεί την αυγούστα Ελένη Β΄, θυγατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και σύζυγο του Ιουλιανού του Αποστάτη (ο τίτλος Αποστάτης έχει δοθεί. στον Ιουλιανό αρχικά με μειωτική διάθεση εν μέρους κάποιων ανόητων, αλλά στην συνέχεια έγινε ένα ρομαντικό, τιμητικό θα έλεγα, προσηγορικό που προσδιορίζει την ιδεαλιστική προσωπική στροφή του προς την θρησκεία της ελληνιστικής εποχής που συγκρίνει τα διάφορα δόγματα και ομολογίες όλων των θρησκευτικών συστημάτων χωρίς φανατισμούς και μισαλλοδοξία. Ο Ιουλιανός ίσως να ήταν ένας θεόσοφος.

Η κάπως εκτεταμένες αναφορές σε θέματα όπως η συγγενοκτονία, η φυλάκιση του Ιουλιανού και του αδελφού του στο φρούριο Μάκελλο και τα όσα έπαθε ο Γάλλος από τον Κωνστάντιο χρησιμεύουν για να προσδιορίσουν τα αισθήματα που έτρεφε ο Ιουλιανός για τον Κωνστάντιο, το ολετήρα της οικογένειάς του, το σφάχτη του πατέρα του και των δυο αδελφών του. Και αυτός ο προσδιορισμός των αισθημάτων του Ιουλιανού θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε τι ακριβώς αισθανόταν για την σύζυγό του την Ελένη, στο πρόσωπο της οποίας, όπως και πιο πάνω είπαμε, ο Ιουλιανός έβλεπε τον αδελφό της Κωνστάντιο. Πριν όμως συνεχίσουμε θα πρέπει να δούμε πως ακριβώς και υπό την επίδραση ποιών παραγόντων έγινε ο Ιουλιανός καίσαρας και γαμπρός του Κωνστάντιου.

Μετά την θανατική καταδίκη και εκτέλεση του Γάλλου ο ευνούχος Ευσέβιος και η κλίκα των ομοφύλων του στράφηκαν κατά του Ιουλιανού, που είχε το θάρρος να πενθήσει δημόσια τον νεκρό αδελφό του, και ζητούσαν από τον φύση καχύποπτο και ψυχικά ανώμαλο Κωνστάντιο να λάβει μέτρα εναντίον του. Είναι αλήθεια πως όποιον στοχοποιούσε ο Ευσέβιος και η κλίκα των «ανδρογύνων» δεν γλύτωνε. Ο Ευσέβιος και η παρέα του είχαν τεράστια δύναμη στην αυτοκρατορική αυτή. Την δύναμη αυτή την διατήρησαν σε όλη τους την ζωή και την έχασαν μόνο μαζί με τα κεφάλια τους όταν έγινε αυτοκράτορας ο Ιουλιανός και τους πέρασε από ειδικό δικαστήριο, υπό την εποπτεία της Αυτοκρατορικής Συγκλήτου, για την δίκη – παρωδία που ο σκηνοθέτησαν για να καταδικάσουν σε θάνατο τον δυστυχή Γάλλο.

Ο μόνος που διασώθηκε από τις μηχανορραφίες του Ευσεβίου και των ομοφύλων του (των ευνούχως) ήταν ο Ιουλιανός και αυτό έγινε χάρη στη βοήθεια της αυτοκράτειρας Ευσεβίας, της δεέτερης συζύγου του Κωνσαντίου, η οποία συμπαθούσε τον Ιουλιανό πάρα πολύ (Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 517). Η Ευσεβία ήταν Ελληνίδα, κόρη του υπάτου Ευσεβίου, και γέννημα και ανάθρεμμα της Θεσσαλονίκης. Ο Ιουλιανός γράφει για την καταγωγή της και την πόλη που την γέννησε τα ακόλουθα: «γένος μεν αυτή (πτώση δοτική) σφόδρα ελληνικόν … και πόλις η μητρόπολις της Μακεδονίας» (συγγνώμη για το μονοτονικό) ( Ιουλιανός Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 141). Η Ευσεβία ήταν μια πανέμορφη γυναίκα του καιρού της με χαρακτήρα και ήθος άριστα. Είχε μεγάλη ελληνική μόρφωση και ευφυΐα σπάνια. Ο Κωνστάντιος δεν είχε πολιτικά μυστικά απ’ αυτήν και πάντοτε την συμβουλευόταν για θέματα πολιτικής και διοίκησης (Ιουλιανός, Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 140, 141, 144, 146). Όταν συνάντησε η νέα αυτοκράτειρα για πρώτη φορά τον Ιουλιανό τον συμπάθησε αμέσως και άρχισε να τον υποστηρίζει μέχρι που κατάφερε να πείσει τον αυτοκράτορα άντρα της να τον κάνει καίσαρα της Γαλατίας και να τον νυμφεύσει με την αδελφή του αυγούστα Ελένη ( Ιουλιανός, Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 122).

Ο Ιουλιανός με τα εγκώμιά του ανεβάζει την Ευσεβία στα ουράνια και την εκθειάζει ως πιστή σύζυγο του Κωνσταντίου ( Ιουλιανού Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 142). Υπάρχει όμως κάτι στην περιγραφή της πρώτης συνάντησης του Ιουλιανού με την Ευσεβία που κάνει τον γράφοντα να υποπτευθεί ότι υπήρξε ένας πλατωνικός έρωτας μεταξύ τους, ο οποίος έμεινε μόνο σε θεωρητικό επίπεδο και δεν έλαβε ποτέ σαρκική υπόσταση (Ιουλιανός, Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 158). Ο Ιουλιανός ήταν ένας συνεπής πλατωνικός και ποτέ δεν θα διανοητό κάτι χυδαίο, αλλά και η Ευσεβία ήταν μια γυναίκα με ήθος που δεν θα απατούσε ποτέ τον άντρα της με τον οποίο συνεργαζόταν για την διοίκηση του κράτους, την ειρήνη και την ευημερία του λαού. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που αποκλείει την σαρκική σχέση της με τον Ιουλιανό. Η Ευσεβία έπασχε από μητρικά βαρείας μορφής (Φιλοστόργιος, P. G. vol. 65, col. 520 – 521).

Από την άλλη πλευρά όμως έχουμε μια συνεχή μέριμνα και φροντίδα εκ μέρους της Ευσεβίας για τον Ιουλιανό κατά την πρώτη επίσκεψή του στην Ρώμη (Φιλοστόργιος, P. G. vol. 65, col. 520 – 521). που ενισχύει την υπόνοια στον γράφοντα περί μιας μορφής πλατωνικής σχέσης μεταξύ Ευσεβίας και Ιουλιανού. Οτιδήποτε είχε ανάγκη ο Ιουλιανός, κατά την παραμονή του στην Αιώνια Πόλη, του το έστελνε η Ευσεβία τους ευνούχους της.

Μετά από όλα αυτά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο γάμος του Ιουλιανού με την Ελένη ήταν μία λύση ανάγκης γι’ αυτόν και ότι ποτέ το ζευγάρι δεν αγαπήθηκε, όπως ο Γάλλος με την Κωνσταντίνα. Βέβαια ο Ιουλιανός πάντα τιμούσε και σεβόταν την αυγούστα σύζυγό του, αλλά πάντα στο πρόσωπό της έβλεπε τον αδελφό της Κωνστάντιο και ποτέ δεν λησμονούσε τα όσα αυτός είχε κάνει στην οικογένειά του και στον ίδιο. Ο γάμος του Ιουλιανού με την Ελένη έγινε κάτω από την πίεση των πραγμάτων και χωρίς την ελεύθερη θέληση του. Η ψυχική ανομοιογένεια του ζευγαριού ήταν μεγάλη και στα τεσσεράμισι χρόνια που έζησαν μαζί κράτησε ο ένας τον άλλο σε απόσταση που έγινε μεγαλύτερη εξ αιτίας των γεγονότων που ακολούθησαν.

Ως καίσαρ ο Ιουλιανός ανέλαβε την διοίκηση της Γαλατίας με έδρα την Λουκετία, ένα νησί μέσα στον Σηκουάνα, εκεί που βρίσκεται σήμερα το Παρίσι. Υπήρξε καλός διοικητής και ικανός στρατηγός. Νίκησε επανειλημμένα τους Αλαμανούς και τους καταδίωξε μέχρι τον Μέλανα Δρυμό. Οι δε στρατιωτικές επιτυχίες του κατά των Φράγκων τους ανάγκασαν να καταφύγουν στη σημερινή Ολλανδία ( Βαρζός, όπου παραπάνω, σ. 11).

Η αυτοκράτειρα Ευσεβία έστειλε στον Ιουλιανό, στην Λουκετία, ένα πολύ μεγάλο αριθμό βιβλίων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων για να έχει να μελετά και να ψυχαγωγείτε (Ιουλιανός, Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 159). Έτσι χάρη στην Ευσεβία και για χάρη του Ιουλιανού απέκτησε η Λουκετία ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τα οποία απετέλεσαν ένα πολύ πρώιμο πυρήνα σπουδαστηρίου της αρχαίας ελληνικής σοφίας μέσα στην καρδιά της, κατά τα άλλα, βάρβαρης και άξεστης Γαλατίας.

Ένα χρόνο μετά τον γάμο του ο Ιουλιανός απέκτησε από την Ελένη ένα αγοράκι που δεν επέζησε. Κάποιοι καλοθελητές λένε πως η αυτοκράτειρα Ευσεβία δωροδόκησε την μαμή για να το σκοτώσει μόλις γεννήθηκε. Αυτές είναι διαδόσεις του Αμμιανού Μαρκελλίνου που αντιπαθεί σφόδρα όλες τις εστεμμένες κυρίες της εποχής του (Αμμιανός Μαρκελλίνος, όπου παραπάνω, Ι, σ. 87). Ο ίδιος ιστορικός μας δίνει άλλη μία πληροφορία για την δυστοκία της Ελένης. Όταν το 357 είχε συναντήσει η Ελένη την Ευσεβία στην Ρώμη, για τον εορτασμό των είκοσι χρόνων της βασιλείας του Κωνστάντιου, της είχε ζητήσει ένα φάρμακο για να διευκολύνει τις γέννες της, αλλά η Ευσεβία, που ήταν στείρα και ζήλευε, της έδωσε φάρμακο στειρωτικό, για να μη μπορεί να κάνει παιδιά (Αμμιανός Μαρκελλίνος, όπου παραπάνω, Ι, σ. 87). Αυτές οι πληροφορίες του Αμμιανού Μαρκελλίνου μας δείχνουν μια Ευσεβία τελείως διαφορετική από εκείνη που μας περιγράφει ο Ιουλιανός. Ειλικρινά ο γράφων δεν μπορεί να καταλήξει σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα. Να πέφτει τόσο έξω ο Ιουλιανός ή να είναι τόσο ποταπός συκοφάντης ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, ο φίλος του Ιουλιανού;

Καιρός όμως να γυρίσουμε στην πολιτική κατάσταση της εποχής που παρουσίασε ενδιαφέρουσες εξελίξεις.

Τα πολιτικά πράγματα άλλαξαν ξαφνικά το 359 όταν ο Πέρσης βασιλιάς Σαπώρ Β΄ κατέλαβε την πόλη Άμιδα (το σημερινό Ντιαρμπακίρ) και αιχμαλώτισε έξι λεγεώνες. Θέλοντας ο Κωνστάντιος να εκδιώξει τον εισβολέα ζήτησε από τον Ιουλιανό να έρθει με τα στρατό του στην Ανατολή για να συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά των Περσών (Αμμιανός Μαρκελλίνος, όπου παραπάνω, XX4, 16 17).Όμως για τα στρατεύματα της Γαλατίας υπήρχε ειδική συμφωνία να υπηρετούν μόνο σ’ αυτή την χώρα. Έτσι όταν μαθεύτηκε η διαταγή του Κωνστάντιου για μετακίνηση, τα στρατεύματα της Γαλατίας στασίασαν τον Φεβρουάριο του 360 (Grumel, Chronologie, τ.. 1 σ. 355, Paris, 1958) και ανακήρυξαν στην Λουκετία τον αγαπημένο τους Ιουλιανό, χωρίς την θέλησή του, αυτοκράτορα (Αμμιανός Μαρκελλίνος, όπου παραπάνω, τ. Ι, σ. 192. Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και το δήμω, σ. 363 – 366. Λιβάνιος, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ, Λιβανίου έργα, τόμος 2, σ. 278, εκδ. Rich. Foerster, Leipzig, 1905).



Το γεγονός της αναγόρευσης του Ιουλιανού σε αυτοκράτορα έγινε αργά το βράδυ, κοντά στα μεσάνυχτα. Ο Ιουλιανός είχε ήδη από συρθεί με την Ελένη στο υπερώο του παλατιού, που ήταν δίπλα στην κύρια οικοδομή και κοντά στο στρατόπεδο. Οι στρατιώτες, που μέχρι εκείνη την ώρα έτρωγαν και έπιναν, ξεσηκώθηκαν, πήγαν στο παλάτι, έσπασαν τις πόρτες και άρχισαν να αναζητούν τον Ιουλιανό (Ζώσιμος, όπου παραπάνω, 135 – 136). Ο Ιουλιανός άκουσε την φασαρία και καταλαβαίνοντας ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει ζήτησε την βοήθεια του Διός (Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και το δήμω, σ. 366) Όταν τον βρήκαν τον ύψωσαν σε μια ασπίδα και τον αποκάλεσαν αυτοκράτορα και τον ζητωκραύγασαν (Ζώσιμος, όπου παραπάνω, σ. 136). Επειδή δεν υπήρχε διάδημα κάποιοι στρατιώτες πρότειναν στον Ιουλιανό να χρησιμοποιήσουν το διάδημα της γυναίκας του, αλλά αυτός αρνήθηκε, Τότε ένας λογχοφόρος που λεγόταν Μάουρος έβγαλε από πάνω του το χρυσό περιδέραιο που φορούσε ως στρατιωτικό παράσημο, τον «μανιάκην» του, και με τόλμη τον έβαλε στο κεφάλι του νέου αυτοκράτορα (Ζώσιμος, όπου παραπάνω, σ. 136. Σωκράτης, P. G. vol. 67, col. 373). Και με τον μανιάκη στο κεφάλι αντί για διάδημα επέστρεψε ο Ιουλιανός στα ανάκτορα ( Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, σ. 366). Δεν γνωρίζουμε τι στάση κράτησε η Ελένη στο θέμα της ανακήρυξης του Ιουλιανού σε αυτοκράτορα και στην σύγκρουση που υπέφωσκε στις σχέσεις του με τον Κωνστάντιο. Ο Ιουλιανός δεν κάνει καμιά αναφορά για την θέση της γυναίκας του στην πολιτική διαμάχη που ξέσπασε με τον κουνιάδο του. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως μετά τα γεγονότα της ανακήρυξης σε αύγουστο του Ιουλιανού ένας ακόλουθος της Ελένης αντιλήφθηκε κάποια συνωμοσία που οργανώθηκε σε βάρος του νέου αυτοκράτορα και τον ενημέρωσε σχετικά. Επειδή όμως τον είδε να μην δίνει σημασία στον κίνδυνο που τον απειλούσε, άρχισε να κάνει σαν τρελός και γύριζε στους δρόμους φωνάζοντας, «άντρες στρατιώτες και ξένοι και πολίτες, μη προδώσετε τον αυτοκράτορα» ( Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, σ. 367). Να φανταστούμε ότι στο περιβάλλον της αυγούστας Ελένης Β΄ εξυφαινόταν συνωμοσία κατά του Ιουλιανού που προερχόταν από αυτήν ή τον κύκλο της; Όπως και να έχει το πράγμα, η Ελένη δεν έζησε για πολύ μετά από τα γεγονότα της αναγόρευσης του Ιουλιανού σε αυτοκράτορα. Πέθανε στα μέσα του 360 στην Βιέννα της Γαλατίας ( Ernest Stein, Histoire du Bas Empire, τ. 1, σ. 155, εκδ. 1959).

Δεν γνωρίζουμε την αιτία του θανάτου της Ελένης. Από τους συγχρόνους συγγραφείς ουδείς αναφέρει κάτι. Ούτε ο ίδιος ο Ιουλιανός μας δίνει κάποια πληροφορία. Αιώνες μετά τα γεγονότα ένας ιστορικός μας δίνει μια πληροφορία για τον θάνατο της αυγούστας Ελένης Β΄. Είναι ο Ιωάννης Ζωναράς, Βυζαντινός χρονογράφος του τέλους του11ου με αρχές του 12 αιώνα. Ο Ιωάννης Ζωναράς είχε διατελέσει μέγας δρουγγάριος της βίγλης (κάτι σαν αρχηγός της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής) και πρωτοασηκρήτης (προϊστάμενος της αυτοκρατορικής γραμματείας). Σε κάπως ώριμη ηλικία αποσύρθηκε στην Αγία Γλυκερία, μία των Πριγκιποννήσων, και με την παρακίνηση των φίλων του συνέγραψε την «Επιτομή ιστοριών», σε δεκαοκτώ βιβλία, όπου καταγράφει τα παγκόσμια ιστορικά γεγονότα «από κτίσεως κόσμου» μέχρι το έτος 1118 (Ι. Ε. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας, σ. 321, εκδοτικός οίκος Σάκκουλα, β΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη 1978). Σ’ αυτό το έργο του ο Ζωναράς αναφέρει ότι ο Ιουλιανός έβαλε να δηλητηριάσουν την Ελένη την ώρα που γεννούσε (Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, ΙΙΙ, σ. 54). Η πληροφορία αυτή του Ζωναρά, για μια εποχή που απέχει από αυτόν πάνω από επτά αιώνες και χωρίς να γίνεται η παραμικρή επίκληση κάποιας πηγής που να πλησιάζει κάπως την εποχή των γεγονότων, ελέγχεται ως μύθευμα κύκλων πολύ μεταγενεστέρων του αιώνα του Ιουλιανού και που έχει ως σκοπό την κατασυκοφάντηση του λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Είναι μια παντελώς αναξιόπιστη καταγραφή και εκφράζει μια μικρή εμπαθή μερίδα «ιστορικών» που αντιπαθούν τον Ιουλιανό για την προσωπική του επιλογή να στραφεί προς την αρχαία θρησκεία. Άσχετα όμως με το τι γράφουν οι στρατευμένοι αυτοί «ιστορική», ο Ιουλιανός, σαν προσωπικότητα, υμνήθηκε ομόφωνα από όλους τους μεγάλους ιστορικούς από τότε που ο Du Cange (1610 – 1688) θεμελίωσε τις βυζαντινές σπουδές μέχρι και σήμερα. Τέλος, είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι ο Ιουλιανός συκοφαντείται από εκείνους ακριβώς τους «ιστορικούς» που προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα εγκλήματα του θείου του, του αυτοκράτορα Αγίου και Ισαποστόλου Κωνσταντίνου του Μεγάλου.

Η αυγούστα Ελένη Β’ δεν γνωρίζουμε που ενταφιάστηκε αρχικά. Σε κάποια μεταγενέστερη εποχή τα οστά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και εναποτέθηκαν μέσα στην λάρνακα που αναπαύονται και τα οστά του Ιουλιανού, στο Ναό των Αγίων Αποστόλων (Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών, τ. Α’, σ. 539, εκδ. I. Bekker, C. S.H. B., Bonn, 1838). Όπως βλέπουμε, ο Ιουλιανός, παρ’ όλα όσα έχουν λεχθεί και γραφεί σε βάρος του από διαφόρους παρεκκλησιαστικού κύκλους, δεν έχει στερηθεί των μεταθανάτιων τιμών από την Εκκλησία και σήμερα αναπαύεται στο επίσημο αυτοκρατορικό κοιμητήριο της Κωνσταντινούπολης, στον βόρειο διάδρομο με τις κρύπτες του ναού των Αγίων Αποστόλων ( Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, τ. Ι , σ. 646, εκδ. J. Reiske και I. Bekker, C. S. H. B. Bonn, 1820).

Εκεί κοιμάται σήμερα το αυτοκρατορικό ζευγάρι, σε ένα χριστιανικό ναό που σήμερα είναι τζαμί.

Θα αξιωθούμε, άραγε, κάποτε να δούμε τον ναό αυτό ξανά ελληνικό και κάποιο Ψυχοσάββατο τον εφημερεύοντα ιερέα να δέεται μπροστά στην λάρνακα του Ιουλιανού και της Ελένης:

- Ιουλιανού και Ελένης των αοιδίμων αυτοκρατόρων αιωνία η μνήμη.

Αμήν.



Βιβλιογραφία.

Α. Ιστορικές πηγές.

1. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Τοις απανταχού κατά τόπον τον μονήρη βίον ασκούσι. P. G. vol. 25.

2. Αμμιανός Μαρκελλίνος, Ammiani Marcellini, Regum gestarum libri qui supersunt, τ. I και ΙΙ, εκδ. C. Clark , Berlin,1910 – 1915.

3. Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών, τ. Α’, εκδ. I. Bekker, C. S.H. B., Bonn, 1838.

4. Ζώσιμος, Ιστορία Νέα, εκδ. C.S.H.B. Bonn. 1837).

5. Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, Ιουλιανού Έργα, εκδ. Car. Hertlein, Leipzig, 1875 – 1876.

6. Ιουλιανός, Ευσεβίας εγκώμιον, Ιουλιανού Έργα, εκδ. Car. Hertlein, Leipzig, 1875 - 1876 .

7. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, τόμοι Ι - ΙΙΙ, εκδ. C.S. H. B. Bonn 1897.

8.. Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, τ. I – III, εκδ. J. Reiske και I. Bekker, C. S. H. B. Bonn, 1829 - 1840.

9. Λιβάνιος, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ, Λιβανίου έργα, τόμοι 1 – 4, εκδ. Rich. Foerster, Leipzig, 1904 - 1908).

10. Σωζομενός, P. G.,vol. 67.

11. Σωκράτης ο Σχολαστικός P. G. Vol. 67.

12. Φιλοστόργιος, P. G. vol. 65.


Β. Ιστορικά βοηθήματα.

1. Ernest Stein, Histoire du Bas Empire, τ. 1, σ. 155. εκδ. 1959.

2. Grumel, Chronologie, τ. 1, Paris, 1958.

3. Κωνσταντίνος Βαρζός, Οι αυτοκρατόρισσες του Βυζαντίου, τόμος Α΄, Αθήνα, 1965.

4. Ι. Ε. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας, εκδοτικός οίκος Σάκκουλα, β΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1978.


Συντομογραφίες.

1. C. S. H. B. : Corpus Scriptorum Hist;iriae Byzantinae, Bonnae, 1828 και εξής.

2. P. G. : J. P. Migne, Patrologia Graeca, Paris, 1857 και εξής.

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Τα χαρακτηριστικά της νίκης του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα Γαυγάμηλα.

(1η του Οκτωβρίου του 331 π. Χ.)




Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.

Στις αρχές της άνοιξης του 331 π. Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε με όλο το στρατό του από την παραλία της Φοινίκης προς την ασιατική ενδοχώρα. Μετά από κοπιαστική πορεία αρκετών μηνών βρέθηκε τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων, στην Αδιαβηνή, την μεγαλύτερη από τις επαρχίες της Ασσυρίας. Η Αδιαβηνή βρισκόταν στην βόρεια περιοχή της χώρας και την διέσχιζε ο ποταμός Λύκος, περιελάμβανε δε τις πόλεις Άρβηλα, που ήταν και η πρωτεύουσα της επαρχίας, και τα Γαυγάμηλα ( Στράβωνος Γεωγραφικά. ΙΣΤ, 745 ). Τα Γαυγάμηλα βρίσκονται κοντά στον ποταμό Τίγρη, στο βόρειο Ιράκ, και σήμερα ονομάζονται Ερμπίλ. Στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων ο Μέγας Αλέξανδρος αντιμετώπισε τις ήδη παρασκευασμένες και παρατεταγμένες κολοσσιαίες δυνάμεις του Δαρείου Γ΄ του Κοδομανού.

Την φορά αυτή ο Μέγας Αλέξανδρος δεν πολεμούσε πλέον για την εκδίκηση των θεών της Ελλάδος και για την τιμωρία των βαρβάρων για όσα είχαν διαπράξει κατά την εισβολή τους στην Ελλάδα πριν από ενάμιση αιώνα, ούτε και για το πανελλήνιο όνειρο της απελευθέρωσης των υποδούλων Ελλήνων της Μικράς Ασίας και την κατάκτηση των εδαφών από τις ακτές της Μεσογείου μέχρι της γραμμής Σινώπης – Κιλικίας με σκοπό τον εποικισμό τους από Έλληνες, όπως προέτρεπε ο Ισοκράτης τον Φίλιππο: «ὅπου δ' Ἰάσων λόγῳ μόνον χρησάμενος οὕτως αὑτὸν ηὔξησεν, ποίαν τινὰ χρὴ προσδοκᾶν περὶ σοῦ γνώμην αὐτοὺς ἕξειν, ἢν ἔργῳ ταῦτα πράξῃς, καὶ μάλιστα μὲν πειραθῇς ὅλην τὴν βασιλείαν ἑλεῖν, εἰ δὲ μή, χώραν ὅτι πλείστην ἀφορίσασθαι καὶ διαλαβεῖν τὴν Ἀσίαν, ὡς λέγουσί τινες, ἀπὸ Κιλικίας μέχρι Σινώπης, πρὸς δὲ τούτοις κτίσαι πόλεις ἐπὶ τούτῳ τῷ τόπῳ, καὶ κατοικίσαι τοὺς νῦν πλανωμένους δι' ἔνδειαν τῶν καθ' ἡμέραν καὶ λυμαινομένους οἷς ἂν ἐντύχωσιν. οὓς εἰ μὴ παύσομεν ἀθροιζομένους βίον αὐτοῖς ἱκανὸν πορίσαντες, λήσουσιν ἡμᾶς τοσοῦτοι γενόμενοι τὸ πλῆθος, ὥστε μηδὲν ἧττον αὐτοὺς εἶναι φοβεροὺς τοῖς Ἕλλησιν ἢ τοῖς βαρβάροις: ὧν οὐδεμίαν ποιούμεθα πρόνοιαν, ἀλλ' ἀγνοοῦμεν κοινὸν φόβον καὶ κίνδυνον ἅπασιν ἡμῖν αὐξανόμενον. ἔστιν οὖν ἀνδρὸς μέγα φρονοῦντος καὶ φιλέλληνος καὶ ποῤῥωτέρω τῶν ἄλλων τῇ διανοίᾳ καθορῶντος, ἀποχρησάμενον τοῖς τοιούτοις πρὸς τοὺς βαρβάρους, καὶ χώραν ἀποτεμόμενον τοσαύτην ὅσην ὀλίγῳ πρότερον εἰρήκαμεν, ἀπαλλάξαι τε τοὺς ξενιτευομένους τῶν κακῶν ὧν αὐτοί τ' ἔχουσι καὶ τοῖς ἄλλοις παρέχουσι, καὶ πόλεις ἐξ αὐτῶν συστῆσαι, καὶ ταύταις ὁρίσαι τὴν Ἑλλάδα καὶ προβαλέσθαι πρὸ ἁπάντων ἡμῶν. ταῦτα γὰρ πράξας οὐ μόνον ἐκείνους εὐδαίμονας ποιήσεις, ἀλλὰ καὶ πάντας ἡμᾶς εἰς ἀσφάλειαν καταστήσεις. ἢν δ' οὖν τούτων διαμάρτῃς, ἀλλ' ἐκεῖνό γε ῥᾳδίως ποιήσεις, τὰς πόλεις τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας ἐλευθερώσεις» (Ισοκράτους Φίλιππος, 120 – 123). Όλα τα παραπάνω, τα οποία απέρρεαν από την απόφαση του συνεδρίου της Κορίνθου και τις εντολές του προς τον Στρατηγό – Αυτοκράτορα των Ελλήνων και απηχούσαν το πανελλήνιο αίσθημα της εποχής εκείνης, είχαν ήδη πραγματοποιηθεί, όπως και άλλα πολλά πέρα από αυτά. Η μάχη στα Γαυγάμηλα επρόκειτο να κρίνει αυτή την ίδια την κυριαρχία επί της Ασίας. Από την έκβαση της μάχης θα κρινόταν, αν ο Δαρείος θα παρέμενε Μέγας Βασιλεύς της Ασίας και ο Αλέξανδρος θα έφευγε ντροπιασμένος για να ζητήσει σωτηρία στις ακτές της Μεσογείου, αν δεν εξολοθρευόταν μαζί με το στρατό του επί του πεδίου της μάχης, ή θα συντριβόταν ολοσχερώς η Περσική Αυτοκρατορία και ο Αλέξανδρος θα γινόταν Μέγας Βασιλεύς και κυρίαρχος της Ασίας. Την μεγάλη σημασία της μάχης των Γαυγαμήλων όχι μόνον δεν παραγνώρισε ο Αλέξανδρος, αλλά διεκήρυξε απροκάλυπτα στην προσφώνησή του προς τους συμπολεμιστές του πριν την έναρξη της μάχης. Ο Αρριανός μας πληροφορεί ότι ο Αλέξανδρος είπε προς τους συμπολεμιστές του ότι δεν θα πολεμούσαν αυτή τη φορά για την Κοίλη Συρία ή την Φοινίκη, ούτε για την Αίγυπτο, αλλά για την κυριαρχία όλης της Ασίας: «ἐν τῇδε τῇ μάχῃ οὐχ ὑπὲρ Κοίλης Συρίας ἢ Φοινίκης, οὐδὲ ὑπὲρ Αἰγύπτου, ὡς πρόσθεν, μαχουμένους, ἀλλὰ ὑπὲρ τῆς ξυμπάσης Ἀσίας, οὕστινας χρὴ ἄρχειν, ἐν τῷ τότε κριθησόμενο» (Αρριανού Αλεξάνδρου ανάβασις, ΙΙΙ, 9,6).

Κατά τις κρίσιμες στιγμές πριν από την μάχη ο Αλέξανδρος εκδήλωσε για μια ακόμη φορά την βαθειά Ελληνική του συνείδηση και την πίστη του στις πανάρχαιες εθνικές παραδόσεις, όπως αυτές είχε αναπτύξει στο πνεύμα και την ψυχή του η ελληνική αγωγή που έλαβε από τους γονείς και τους διδασκάλους του. Ο Πλούταρχος, χρησιμοποιώντας ως πηγή τον Καλλισθένη, μας πληροφορεί ότι ο Αλέξανδρος, λίγο πριν τη μάχη, περιστοιχιζόταν από τους Θεσσαλούς και τους άλλους Έλληνες, οι οποίοι τον παρακινούσαν με φωνές να επιτεθεί στους βαρβάρους. Κρατώντας στο αριστερό του χέρι ένα δόρυ, με το δεξί του ικέτευε τους θεούς να τον βοηθήσουν, ανακράζοντας ότι, αν πραγματικά είναι γόνος του Διός, όφειλαν να σπεύσουν να υπερασπιστούν και να ενισχύσουν τους Έλληνες:

«Τότε δὲ τοῖς Θετταλοῖς πλεῖστα διαλεχθεὶς καὶ τοῖς ἄλλοις Ἕλλησιν, ὡς ἐπέῤῥωσαν αὐτὸν βοῶντες ἄγειν ἐπὶ τοὺς βαρβάρους, τὸ ξυστὸν εἰς τὴν ἀριστερὰν μεταλαβών, τῇ δεξιᾷ παρεκάλει τοὺς θεούς, ὡς Καλλισθένης φησίν, ἐπευχόμενος, εἴπερ ὄντως Διόθεν ἐστὶ γεγονώς, ἀμῦναι καὶ συνεπιῤῥῶσαι τοὺς Ἕλληνας» (Πλουτάρχου Αλέξανδρος, ΧΧΧΙΙΙ, 1).

Ο μάντις Αρίστανδρος, ο οποίος συνόδευε τα ελληνικά στρατεύματα από την αρχή της εκστρατείας, φορώντας λευκή χλαμύδα και χρυσό στεφάνη, έδειξε ένα αετό (το ιερό πτηνό του Διός) που πετώντας πάνω από το κεφάλι του Αλεξάνδρου κατευθύνθηκε προς τους αντιπάλους, αυτός ο οιωνός έδωσε περισσότερο θάρρος στην φάλαγγα των ιππέων και τους έδειξε ότι πρέπει να εφορμήσουν κατά των εχθρών. Ο Πλούταρχος για το σχετικό συμβάν μας λέει τα ακόλουθα: «ὁ δὲ μάντις Ἀρίστανδρος, χλανίδα λευκὴν ἔχων καὶ χρυσοῦν στέφανον, ἐπεδείκνυτο παριππεύων ἀετὸν ὑπὲρ κεφαλῆς Ἀλεξάνδρου συνεπαιωρούμενον καὶ κατευθύνοντα τὴν πτῆσιν ὄρθιον ἐπὶ τοὺς πολεμίους, ὥστε πολὺ μὲν θάρσος ἐγγενέσθαι τοῖς ὁρῶσιν, ἐκ δὲ τοῦ θαῤῥεῖν καὶ παρακαλεῖν ἀλλήλους δρόμῳ τοῖς ἱππεῦσιν ἱεμένοις ἐπὶ τοὺς πολεμίους ἐπικυμαίνειν τὴν φάλαγγα» ( Πλούταρχος, όπου παραπάνω, ΧΧΧΙΙΙ, 2).
Μετά το πέρας της μάχης, το περσικό κράτος καταλύθηκε οριστικά και ο ατυχήσας στην έκβαση της μάχης Δαρείος Γ΄ ο Κοδομανός τράπηκε σε άτακτη φυγή η οποία τελικά δεν έμελλε να του εξασφαλίσει την πολυπόθητη σωτηρία, αλλά να τον οδηγήσει κατευθείαν στον θάνατο και μάλιστα από το χέρι φίλου και υποτελούς, του σατράπη της Βακτριανής και Σογδιανής Βήσσου. Ο νικητής των Γαυγαμήλων Αλέξανδρος, ο βασιλεύς πλέον της Ασίας, κατά τον Πλούταρχο, τελεί μεγαλοπρεπείς ευχαριστήριες θυσίες στους Ολυμπίους Θεούς εκφράζοντας έτσι την ευγνωμοσύνη του για την υποστήριξή τους και τη βοήθεια προς τους Έλληνες για να συντρίψουν επί του πεδίου της μάχης των Γαυγαμήλων τον Πέρση δυνάστη και να κυριαρχήσουν επί της Ασίας, σηματοδοτώντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, την έναρξη μιας νέας περιόδου για την παγκόσμια ιστορία, την γέννηση ενός νέου ελληνικού κόσμου. Από την πεδιάδα των Γαυγαμήλων εκείνο το δείλι της 1ης Οκτωβρίου του 331 π. Χ., καθώς έδυε ο φυσικός ήλιος καλύπτοντας με τις ακτίνες του το αιματοβαμμένο πεδίο της μάχης, ανέτελλε ο πνευματικός και ανέσπερος ήλιος του οικουμενικού ελληνισμού, «ένας ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας», όπως επιγραμματικά λέει ο Καβάφης, ένας κόσμος από τον οποίο ξεπήδησαν:


«οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,

οι Σελευκείς, κ' οι πολυάριθμοι

επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,

κ' οι εν Μηδία, κ' οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.

Με τες εκτεταμένες επικράτειες,

με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.

Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά

ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς».

Για να ανταμείψει τους φίλους και συνεργούς της περίλαμπρης νίκης ο Αλέξανδρος τους γεμίζει πολύτιμα δώρα, μοιράζει σε όλους πλούτη, αξιώματα και ηγεμονίες. Κατά τις πανηγυρικές εκείνες στιγμές ο Αλέξανδρος δεν λησμονεί τους Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδος, εξ’ ονόματος και κατ’ εντολή των οποίων ανέλαβε και έφερε σε αίσιο πέρας την εκστρατεία για την συντριβή των βαρβάρων της Ασίας. Επιθυμώντας να ευεργετήσει τους Πανέλληνες, σπεύδει να γράψει, να καταλυθούν όλες οι τυραννίδες και κάθε μια πόλη να κυβερνάται με τους δικούς της νόμους. Ιδιαιτέρως θυμάται τους Πλαταιείς, των οποίων η πόλη είχε καταστραφεί κατά τους φωκικούς πολέμους, και διατάζει την ανοικοδόμησή της, με την αιτιολογία ότι οι Πλαταιείς προσέφεραν τα εδάφη για τον αγώνα υπέρ της ελευθερίας όλων των Ελλήνων κατά την μάχη των Πλαταιών, όπου οι συνασπισμένες δυνάμεις των Ελλήνων υπό τον Σπαρτιάτη στρατηγό Παυσανία, τον υιό του Κλεομβρότου, νίκησαν τους Πέρσες και απάλλαξαν την μητροπολιτική Ελλάδα οριστικά από τον περσικό κίνδυνο το 479 π. Χ. Συγχρόνως στέλνει ο Αλέξανδρος μέρος των λαφύρων προς τους Κροτωνιάτες στην Ιταλία για να τιμήσει τον γενναίο Κροτωνιάτη αθλητή Φάϋλο, ο οποίος κατά τα Μηδικά, όταν οι Έλληνες της Ιταλίας αρνήθηκαν να βοηθήσουν τον αγώνα της μητροπολιτικής Ελλάδος κατά των Περσών, έσπευσε με δικό του πλοίο στην Σαλαμίνα και έλαβε μέρος στον νικηφόρο υπέρ της ελευθερίας αγώνα. Για όλα τα παραπάνω ο Πλούταρχος μας δίνει την ακόλουθη αναφορά: «Τοῦτο τῆς μάχης ἐκείνης λαβούσης τὸ πέρας, ἡ μὲν ἀρχὴ παντάπασιν ἡ Περσῶν ἐδόκει καταλελύσθαι, βασιλεὺς δὲ τῆς Ἀσίας Ἀλέξανδρος ἀνηγορευμένος, ἔθυε τοῖς θεοῖς μεγαλοπρεπῶς, καὶ τοῖς φίλοις ἐδωρεῖτο πλούτους καὶ οἴκους καὶ ἡγεμονίας. φιλοτιμούμενος δὲ πρὸς τοὺς Ἕλληνας, ἔγραψε τὰς τυραννίδας πάσας καταλυθῆναι καὶ πολιτεύειν αὐτονόμους, ἰδίᾳ δὲ Πλαταιεῦσι τὴν πόλιν ἀνοικοδομεῖν, ὅτι τὴν χώραν οἱ πατέρες αὐτῶν ἐναγωνίσασθαι τοῖς Ἕλλησιν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας παρέσχον. ἔπεμψε δὲ καὶ Κροτωνιάταις εἰς Ἰταλίαν μέρος τῶν λαφύρων, τὴν Φαΰλλου τοῦ ἀθλητοῦ τιμῶν προθυμίαν καὶ ἀρετήν, ὃς περὶ τὰ Μηδικά, τῶν ἄλλων Ἰταλιωτῶν ἀπεγνωκότων τοὺς Ἕλληνας, ἰδιόστολον ἔχων ναῦν ἔπλευσεν εἰς Σαλαμῖνα, τοῦ κινδύνου συμμεθέξων. οὕτω τις εὐμενὴς ἦν πρὸς ἅπασαν ἀρετὴν καὶ καλῶν ἔργων φύλαξ καὶ οἰκεῖος» ( Πλούταρχος, όπου παραπάνω, XXXIV, 1-2). Οι μετά την νίκη ενέργειες του Μεγάλου Αλεξάνδρου μαρτυρούν το υψηλό του ελληνικό εθνικό φρόνημα. Ο Αλέξανδρος, ως ηγέτης όλων των Ελλήνων και αφού συνέτριψε οριστικά τους Πέρσες, τιμά τους πρωτεργάτες αυτής της νίκης, τους Έλληνες της περιόδους των μηδικών πολέμων, οι οποίο με το θάρρος και το αίμα τους εξεδίωξαν από την Ευρώπη τους βαρβάρους και μετέφεραν οριστικά τον αγώνα στην Ασία. Αγώνα τον οποίο κέρδισαν με την υπερηφανή νίκη των Γαυγαμήλων υπό την ηγεσία του Στρατηγού -Αυτοκράτορος, εντολοδόχου των Πανελλήνων από το συνέδριο της Κορίνθου, ο οποίος και μετά την αναγόρευσή του σε Μέγα Βασιλέα της Ασίας παρέμεινε πιστός στο ελληνικό φρόνημα και τα ιδεώδη που είχε διδαχτεί από τους γονείς του και τους δασκάλους του και προμαχεί υπέρ της Ευρώπης στον αγώνα για την αποτροπή του ασιατικού βαρβαρικού κινδύνου.

Αθάνατος!

Αιωνία του η δόξα!

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Ο γεωγραφικός εντοπισμός του Ζωστήρα της Αττικής με την βοήθεια των ιστορικών πηγών και της αρχαιολογίας.

Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.


Διεξάγοντας μια ιστορική έρευνα για τη ναυμαχία του Ζωστήρος, η οποία έγινε ένα χρόνο πριν το τέλος του Κορινθιακού πολέμου ( 395 π. Χ. - 387 π. Χ. ), δηλαδή το 388 π.Χ., διαπίστωσα, προς μεγάλη μου έκπληξη, ότι η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού ( ΓΥΣ ) στον χάρτη της κλίμακας 1 : 50.000 και υπό την επωνυμία ΑΘΗΝΑΙ - ΚΟΡΟΠΙΟΝ της έκδοσης του 1975 χαρακτήριζε ως Ζωστήρα όχι τον Λαιμό ή αλλιώς  Μικρό Καβούρι αλλά το δεξί ακρωτήριο, όπως εισερχόμεθα στον όρμο της Βουλιαγμένης, το οποίο κατονομάζει και Ασπρόκαβο ( η δεύτερη ονομασία μέσα σε παρένθεση ). Φαίνεται λοιπόν για την ΓΥΣ του 1975 ήταν παντελώς άγνωστη η αρχαιολογική ανακάλυψη του ναού του Απόλλωνος Ζωστήρος στην θέση  Λαιμός στο Μικρό Καβούρι ή Λομβάρδα ( Λομπάρδα ή Λουμπάρδα ή Μπομπάρδα, είδος πυροβόλου ) που έγινε το 1925 από τον Άγγελο Τανάγρα και στη συνέχεια ανασκάφτηκε από τον αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη και ανακοινώθηκε στο Αρχαιολογικό Δελτίο υπ αριθμόν 11 των ετών 1927 - 1928 ( σ. 9 - 52 ). Αυτή η αρχαιολογική ανακάλυψη προσδιορίζει κατά τρόπον μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση και την τοποθεσία του Ζωστήρος.
Μετά δέκα χρόνια ο αρχαιολόγος Φ. Σταυρόπουλος ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της ανασκαφής της ιερατικής οικίας  που είναι εξαρτήματα του ναού του Απόλλωνος Ζωστήρος και απέχει περί τα 150 m. από αυτόν ( Αρχαιολογική Εφημερίς, έτος 1938, σ. 1 - 30 ).
Τα στοιχεία που δίνουν οι δύο αυτές αρχαιολογικές ανακοινώσεις καθιστούν αδιαφιλονίκητη την τοποθεσία του Ζωστήρα στο σημερινό Λαιμό. Ειδικά η επιγραφή που βρέθηκε επί της τράπεζας προσφορών του ναού και στην οποία αναφέρεται ότι τιμάτε ο ιερέας του ναού και οι επίτροποί για τις υπηρεσίες τους και κατονομάζεται ο ναός ως ο ναός του Απόλλωνος Ζωστήρος  είναι από μόνη της αδιάσειστη απόδειξη  για να χαρακτηριστεί η περιοχή του Λαιμού ως ο αρχαίος Ζωστήρ ( Κουρουνιώτης ενθ. ανωτ. ). 
Εκτός από τα αρχαιολογικά ευρήματα υπάρχουν και αρχαίες ελληνικές ιστορικές πηγές οι οποίες βοηθούν ιστοριογραφικά στον προσδιορισμό του Ζωστήρος στην ίδια περιοχή που τον έχει προσδιορίσει και η αρχαιολογία. 
Η πρώτη ιστορική πηγή είναι ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς ( 5ος αιών π. Χ. ) ο οποίος στο όγδοο βιβλίο των ιστοριών του, το επιγραφόμενο Ουρανία, μας πληροφορεί ότι μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν οι Πέρσες υποχωρούσαν, μετά την δύση του ήλιου, έφτασαν κοντά στον Ζωστήρα της Αττικής, καθώς στο σημείο αυτό εισχωρούν μέσα στη θάλασσα λεπτές προεξοχές ξηράς, τους δημιουργήθηκε η εντύπωσης πως οι προεξοχές αυτές είναι πλοία, κι έτσι οι Πέρσες για μεγάλο χρονικό διάστημα έπλεαν διασκορπισμένοι σαν να καταδιώκονταν. Και μόνον όταν, ύστερα από κάμποση ώρα, αντιλήφθηκαν ότι δεν ήταν πλοία εκείνα, άλλα ακρωτήρια συγκεντρώθηκαν και συνέχισαν να πλέουν κανονικά ( Ηρόδοτος, Η'. 107 ). Από αυτό το κείμενο του Ηροδότου  καταλαβαίνουμε ότι ο Ζωστήρας που περιγράφει ο πατέρας της ιστορίας είναι το μικρό Καβούρι με τις πολλές μικρές βραχώδεις  προεξοχές στη θάλασσα, οι οποίες δημιούργησαν την εσφαλμένη εντύπωση περί πλοίων ελληνικών στους Πέρσες. Αντίθετα ο Ασπρόκαβος δεν έχει τέτοιου είδους πολυσχιδής προεξοχές γιατί είναι όμως ένας μονοκόμματος μεγάλος βράχος.
Ο Ξενοφών ( β' μισό του ε' αιώνα π. Χ. - α' μισό του δ' αιώνα π. Χ. ) στα Ελληνικά ( Βιβλίο Ε', 1. 8 - 9 ) Περιγράφει μία μικρή νυχτερινή ναυμαχία μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών στην περιοχή του Ζωστήρα ( 388 π. Χ. )χωρίς όμως να δίνει κάποιες πληροφορίες που να προσδιορίζουν ακριβώς την περιοχή, λέει απλά ότι τα πλοία έφτασαν στον Ζωστήρα της Αττικής.
Από τους γεωγράφους της μετά Χριστό αρχαιότητος μέχρι τον πρώιμο μεσαίωνα έχουμε τρεις πολύ καλές μαρτυρίες που αφορούν τον  Ζωστήρα.
Τον πρώτο αιώνα μετά Χριστό ο γεωγράφος Στράβων από την Αμάσεια του Πόντου Μας πληροφορεί ότι υπάρχει μετά τους Αιξωνείς ένα μακρύ ακρωτήριο ο Ζωστήρ. Στη συνέχεια άλλο ακροατήριο, μετά την Θορέα, η Αστυπάλαια. Στο πρώτο ακρωτήριο απέναντι είναι η Φάβρα και στο άλλο η Ελεούσα ( Στράβων, 9. 1. 21 ).
Οι Αιξωνείς του Στράβωνος είναι η σημερινή Γλυφάδα και η Φάβρα, το νησί που είναι, κατά τον Στράβωνα, απέναντι από το πρώτο ακρωτήριο, τον Ζωστήρα δηλαδή, είναι η σημερινή νήσος Φλέβες. Αν κοιτάξουμε στο χάρτη της ΓΥΣ Αθήναι - Κοροπίον της κλίμακας 1 : 50.000, έκδοσης 1975, τον οποίο προανέφερα, θα δούμε ότι ακριβώς απέναντι από το μικρό Καβούρι είναι η νήσος Φλέβες, οι οποίες αναγράφονται και με το αρχαίο τους όνομα, αλλά με διαφορετική ορθογραφία Φαύρα και όχι Φάβρα, όπως είναι στο αρχαίο κείμενο.  Το ακρωτήριο Ασπρόκαβος είναι λίγο μακρύτερα από τις Φλέβες σε σχέση με το Μικρό Καβούρι. Άρα, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραθέτει ο Στράβων, ο αρχαίος Ζωστήρ είναι το σημερινό Μικρό Καβούρι.
Ο γεωγράφος του δεύτερου μετά Χριστό αιώνα Παυσανίας από την Μαγνησία της Μικράς Ασίας μας λέει ότι οι μικροί δήμοι της Αττικής, που ο καθένας τους σχηματίστηκε όπως έτυχε, παρουσιάζουν τα εξής αξιομνημόνευτα. Στον Αλιμούντα υπάρχει ιερό της Θεσμοφόρου Δήμητρας και της Κόρης, ενώ στο παραθαλάσσιο Ζωστήρα βωμός της Αθήνας καθώς και του  Απόλλωνος και της Αρτέμιδος και της Λητούς. Η παράδοση δεν λέει ότι η Λητώ γέννησε εδώ τα παιδιά της, αλλά ότι εδώ έλυσε τον ζωστήρα της για να γεννήσει, και η περιοχή για τον λόγο αυτό, δηλαδή το λύσιμο του ζωστήρα της, έλαβε το όνομα ( Παυσανίας, 1. 31. 1 ). 
Τα λεγόμενα του Παυσανία μας οδηγούν σε δύο διαπιστώσεις.
Η πρώτη είναι ότι τα λεγόμενα του Παυσανία περί της λατρείας της Αθήνας, του Απόλλωνα, της Αρτέμιδος και της Λητούς σε συνδυασμό με την ανακάλυψη στις ανασκαφές στον Λαιμό από τον Κουρουνιώτη ( ένθα ανωτέρω ) των βάσεων των τριών αγαλμάτων των θεών, Απόλλωνος, Αρτέμιδος, Λητούς και του βωμού της Αθηνάς μας βεβαιώνουν ότι ο αρχαίος Ζωστήρας που περιγράφει ο Παυσανίας είναι ακριβώς η περιοχή στην οποία ο Κουρουνιώτης ανάσκαψε τον  ναό του ο Απόλλωνος.
Η δεύτερη διαπίστωση έχει να κάνει με την ονομασία της τοποθεσίας. 
Ο Παυσανίας μας βεβαιώνει ότι την ονομασία αυτή ανέλαβε η τοποθεσία επειδή εκεί η Λητώ καταλήφθηκε από τους πόνους πριν τον τοκετό και αναγκάστηκε να λύση τον ζωστήρα της. Ο ανασκαφέας του ιερού του Απόλλωνος Ζωστήρος Κ. Κουρουνιώτης σχετικά με την ονομασία Ζωστήρ παρατηρεί δίνοντας και διάφορα φιλολογικά παραδείγματα ( ενθ. ανωτέρω ) ότι η λέξη ζωστήρ έχει την έννοια της πολεμικής ενδυμασίας και υποστηρίζει ότι '' η ονομασία δεν έχει τοπικήν την προέλευσιν, αλλά είναι χαρακτηριστική ιδιότης του θεού '' ... '' Ούτω Απόλλων Ζωστήρ είναι ο ζωννύων εαυτόν, ή άλλους, ο εξαρτυόμενος προς πόλεμον, ο πολεμικός ''. Έτσι λοιπόν ο ναός του Απόλλωνος Ζωστήρος, κατά τον Κουρουνιώτη, αφιερώθηκε στους πολεμικούς θεούς που '' ζώννυνται το ξίφος '' για να προστατεύσουν ολόκληρη την Αττική. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι και ο Παυσανίας, στον οποίον αναφέρεται ο Κουρουνιώτης, ερμηνεύει τον χαρακτηρισμό Ζωστήριος, Αθηνά Ζωστηρία ( Παυσανίας, 9. 17. 3 ) στην Θήβα, ως τον εξοπλιζόμενο προς πόλεμο θεό και προστάτης μιας περιοχής. Κατά τον Παυσανία ( ενθ. ανωτ. ) οι αρχαίοι στο ρήμα ζώννυμι έδιναν , εκτός της σημασίας του ζώνομαι, και την σημασία του εξοπλίζομαι.
 Τελευταίος στη σειρά των γεωγράφων που αναφέρει κάτι σχετικό με τον Ζωστήρα είναι ο Στέφανος Βυζάντιος σπουδαίος λόγιος του έκτου αιώνα μετά Χριστό. Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο ο Ζωστήρ είναι ένας ισθμός της Αττικής, που του λένε ότι εκεί η Λητώ έλυσε την ζώνη της και λούστηκε στην λίμνη. Ακόμη μας πληροφορεί ο Στέφανος Βυζάντιος ότι εδώ κάνουν θυσίες οι κάτοικοι των Αλών στην Λητώ, την Αρτέμιδα και τον Απόλλωνα Ζωστήριο ( Στέφανος Βυζάντιος, 298. 13 ).Η πληροφορία του Στέφανου Βυζαντίου που χαρακτηρίζει τον Ζωστήρα ως ισθμό τον ταυτίζει με τον σημερινό Λαιμό, αλλά η πληροφορία περί του λουτρού της Λητούς στην λίμνη οδηγεί την σκέψη μας στη σημερινή ιαματική λίμνη των θερμών υδάτων της Βουλιαγμένης που βρίσκεται πλησιέστερα προς τον Ασπρόκαβο. Η αναφορά λοιπόν στην ιαματική λίμνη που γειτνιάζει, σχετικά, με το ακρωτήριο του Ασπρόκαβου έγινε αιτία, κατά τη γνώμη μας, να παραπλανηθεί η γεωγραφική υπηρεσία στρατού ( ΓΥΣ ) και να χαρακτηρίσει τον Ασπρόκαβο ως ακρωτήριο του Ζωστήρος. Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι λανθασμένος τόσο λόγω των αρχαιολογικών ευρημάτων όσο και από την ανάλυση των ιστορικών πηγών.
Το τελικό συμπέρασμα της έρευνας μας είναι το ακόλουθο :
Όλα τα στοιχεία που εξετάσαμε παραπάνω, τόσο τα αρχαιολογικά όσο και τα ιστοριογραφικά, ειδικότερα δε η επιγραφή της τράπεζας προσφορών του ιερού του Απόλλωνος της περιοχής Λαιμός της Βουλιαγμένης, μας οδηγούν αταλάντευτα στο να δεχτούμε ότι η αρχαία τοποθεσία Ζωστήρ ταυτίζεται με τον σημερινό Λαιμό του Δήμου Βουλιαγμένης.

Η ναυμαχία του Ζωστήρος 388 π. Χ.

Υπό Γεωργίου - Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.


Βρισκόμαστε στην εποχή προς το τέλος του Κορινθιακού πολέμου (395 – 387 π. Χ.). Η Αθήνα αντιμετωπίζει προβλήματα κοντά στο άστυ. Ο Σπαρτιάτης αρμοστής της Αίγινας Ετεόνικος είχε αρχίσει να  ενθαρρύνει ληστρικές επιδρομές στην ύπαιθρο της Αττικής. Ο Ετεόνικος ήταν υποδιοικητής του στρατηγού Αστυόχου και είχε αναπτύξει μεγάλη δράση κατά την τρίτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου ( Σχετικά με τη δράση του Ετεονίκου δες Ξενοφώντος Ελληνικά, Βιβλίο 1ο ).  Η κατάσταση που δημιούργησαν οι επιδρομές ανάγκασε τους Αθηναίους να στείλουν μία φρουρά, η οποία υποστηριζόταν από δέκα τριήρεις, για  να δημιουργήσει μια βάση από την οποία θα απέκλειαν την Αίγινα. Του όλου εγχειρήματος διοικητής ήταν ο Πάμφιλος.
Οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα οχυρό και να του κόψουν τη δυνατότητα διέλευσης των Αιγινητών, αλλά ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Τελευτίας, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από την Ρόδο, κατόρθωσε να εκδιώξει τον Αθηναϊκό στόλο χωρίς να καταφέρει να καταλάβει και το οχυρό. Σε λίγο έληξε και η θητεία του Τελευτία, ο οποίος επέστρεψε στη Σπάρτη τιμώμενος από όλους για τη δράση του.  Την θέση του Τελευτία ανέλαβε ως νέος ναύαρχος  ο Ιέραξ ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε', 1. 1-4 ).
Το καλοκαίρι του έτους 389 π. Χ. ( περί της χρονολόγησης δες Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος Πανεπιστημίου του Cambridge, τόμος 5 ος , σελ. 125, έκδοση ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2005 ) ο Ιέραξ απέπλευσε με προορισμό τη Ρόδο αφήνοντας στην Αίγινα τον  επιστολέα του  Γοργώπα με δώδεκα πλοία ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε', 1.5 ). Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι επιστολεύς ή επιστολιαφόρος ήταν για τους Σπαρτιάτες ο αναπληρωτής του ναυάρχου, κάτι ανάλογο του αντιναυάρχου ή κάποιος προσαρτημένος στον ναύαρχο για να τον ελέγχει ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο ΣΤ', 2. 25 ). Σύμφωνα με τους νόμους της Σπάρτης δεν μπορούσε το ίδιο πρόσωπο να είναι για  δύο συνεχόμενες θητείες ναύαρχος. Ο Λύσανδρος, όταν έληξε η θητεία του ως ναυάρχου, διορίστηκε επιστολέας και από τη θέση αυτή διοικούσε το στόλο ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Β', 1. 7 ). Στην αρχαία Σπάρτη η ναυαρχία ήταν αξίωμα σχεδόν ισάξιο με την βασιλεία η οποία υπερείχε μόνο γιατί ήταν ισόβια. Ο Αριστοτέλης αναφερόμενος στην σπαρτιατική ναυαρχία την χαρακτηρίζει ως  «ετέρα βασιλεία» ( Πολιτικά, Β, ΙΧ ). Περί του επιστολέα ως θεσμού, ο οποίος αντικαθιστά ή και ελέγχει τον ναύαρχο έχει γράψει ο Αλέξανδρος Ραγκαβής στο περίφημο αρχαιογνωστικό λεξικό του (Αλέξανδρος Ραγκαβής, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, τόμος α', σελ. 284, Αθήναι 1888 ).
Μετά την αναχώρηση του Ιέρακος για την Ρόδο ο Γοργώπας με τα δώδεκα σπαρτιάτικα  πλοία συνέχισε να παρενοχλεί τους Αθηναίους. Αρχικά πολιόρκησε την αθηναϊκή φρουρά του οχυρού που απέκλειε  την Αίγινα, χωρίς όμως να μπορέσει να το καταλάβει. Μετά από αυτό οι Αθηναίοι εξέδωσαν ψήφισμα και εξόπλισαν τριήρεις με τις οποίες έφεραν πίσω τους άνδρες τους από το οχυρό της Αίγινας. Αλλά επειδή ο Γοργώπας συνέχισε να παρενοχλεί την Αττική με ληστρικές επιδρομές, οι Αθηναίοι εξόπλισαν εναντίον του δεκατρείς τριήρεις και εξέλεξαν ναύαρχο σε αυτές τον Εύνομο.
Όσο ο Ιέραξ βρισκόταν στη Ρόδο οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν ως ναύαρχο τον Ανταλκίδα πιστεύοντας ότι με αυτή την ενέργεια θα χαροποιούσαν τον Πέρση σατράπη Τιρίβαζο που ήταν φίλος του και στήριζε με τη στάση του την δράση των Σπαρτιατών κατά των Αθηναίων.
Ο Ανταλκίδας όταν έφτασε στην Αίγινα το καλοκαίρι του 388 π. Χ. πήρε μαζί του τον Γοργώπα με τα πλοία του και κατέπλευσε προς την Έφεσο. Από εκεί έστειλε πίσω στην Αίγινα το Γοργώπα με τα δώδεκα πλοία του και στα άλλα διόρισε διοικητή τον επιστολέα του Νικόλοχο.
Κατά την επιστροφή του ο Γοργώπας από την Έφεσο συναντήθηκε στη θάλασσα με τον Εύνομο. Τότε κατευθύνθηκε στην Αίγινα και λίγο πριν την δύση του ηλίου αποβιβάστηκε στη στεριά και παρέθεσε δείπνο στους στρατιώτες του. Ο Εύνομος έμεινε για λίγο κι ύστερα απέπλευσε. Η ώρα ήταν περασμένη και είχε αρχίσει να βραδιάζει, έτσι ο Εύνομος προχωρούσε έχοντας αναμμένο ένα φως για να μη χάνονται τα πλοία που τον ακολουθούσανε. Τότε ο Γοργώπας και οι ναύτες του μπήκαν αμέσως στα πλοία και άρχισαν να ακολουθούν τους Αθηναίους μέσα στο σκοτάδι έχοντας σαν οδηγό το φως που ήταν στο πλοίο του Ευνόμου. Οι Σπαρτιάτες έκαναν κάθε προσπάθεια για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους Αθηναίους. Οι κελευστές έδιναν τα παραγγέλματα με χτυπήματα λίθων και όχι με τη φωνή, και η κωπηλασία γινόταν με πλαγιαστά τα κουπιά για να μην ακούγεται  δυνατά το πλατάγισμα τους μέσα στα νερά.
Έτσι πλέοντας μέσα στην αττική νύχτα οι Αθηναίοι έφτασαν στον Ζωστήρα της Αττικής, την περιοχή που σήμερα βρίσκεται η πλαζ του Αστέρα στην Βουλιαγμένη όπου υπάρχει ο ναός του Απόλλωνος Ζωστήρος στην θέση  Λαιμός στο Μικρό Καβούρι, τον οποίο ανακάλυψε αρχικά το 1925 ο Άγγελος Τανάγρας και στη συνέχεια έκανε συστηματικές ανασκαφές ο διάσημος αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης ( Δες την σχετική ανακοίνωση στο Αρχαιολογικό Δελτίο υπ αριθμόν 11 των ετών 1927 – 1928, σ. 9 - 52 ).
 Όταν λοιπόν τα πλοία του Ευνόμου έφτασαν στη στεριά κοντά στο Ζωστήρα της Αττικής, ο Γοργώπας έδωσε με την σάλπιγγα το σύνθημα της επίθεσης εναντίον τους. Κατά τη στιγμή της επίθεσης  στην πλευρά των Αθηναίων υπήρχε αταξία, από μερικά πλοία του Ευνόμου μόλις  οι ναύτες αποβιβάζονταν στη στεριά, άλλα πλοία  τότε προσορμίζονταν, και κάποια άλλα την στιγμή αυτή κατέπλεαν στον όρμο. Κατά τη σύντομη ναυμαχία που ακολούθησε κάτω από το φως της σελήνης ο Γορώπας συνέλαβε τέσσερις αθηναϊκές τριήρεις, τις έδεσε πίσω από τα δικά του πλοία με σχοινιά και τις οδήγησε στην Αίγινα. Μετά από αυτό το πάθημα τα πλοία των Αθηναίων ζήτησαν καταφύγιο στον Πειραιά ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε', 1. 5-9. Για την χρονολόγηση δες Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, τόμος 5 ος , σελ. 126, έκδοση ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2005 ). Αυτή ήταν λοιπόν η ναυμαχία του Ζωστήρος, μια νυκτερινή ναυτική συμπλοκή περιορισμένου αριθμού πλοίων μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών μέσα στα πλαίσια της  γενικότερης σύρραξης που η ιστορία χαρακτηρίζει ως Κορινθιακό πολέμου. 
Πολύ σύντομα όμως οι Αθηναίοι πήραν την εκδίκηση τους από τους Σπαρτιάτες για την ναυτική ήττα τους στα νερά του Ζωστήρα.
Ο Αθηναίος ναύαρχος Χαβρίας απέπλευσε για την Κύπρο προκειμένου να βοηθήσει τον βασιλιά της Σαλαμίνας της Κύπρου Ευαγόρα, έχοντας ήδη υπό τις διαταγές του οχτακόσιους πελταστές, δέκα τρεις τριήρεις και κάποια αθηναϊκα πλοία με οπλίτες. Με όλη αυτή τη δύναμη Χαβρίας πήγε στην Αίγινα και αφού αποβιβάστηκε ο ίδιος κρυφά την νύχτα σε ένα μικρό όρμο στο ακρωτήριο Ηράκλειο, έστησε ενέδρα έχοντας μαζί του τους πελταστές. Τα ξημερώματα, όπως είχαν συνεννοηθεί, έφτασαν και οι οπλίτες των Αθηναίων με τον αρχηγό τους Δημαινέτη και προωθήθηκαν πέρα από το Ηράκλειο δέκα έξι στάδια ( 2.960 μέτρα, 1 στάδιον= 185 μέτρα ) στην περιοχή του ακρωτηρίου Τριπυργία. Όταν ο Σπαρτιάτης Γοργώπας πληροφορήθηκε για την ύπαρξη Αθηναίων οπλιτών πάνω στο νησί έσπευσε στην περιοχή ακολουθούμενος από Αιγινήτες στρατιώτες, από τους ναύτες των καραβιών και από οχτώ Σπαρτιάτες που έτυχε να βρίσκονται εκεί. Έδωσε διαταγή θα τον ακολουθήσουν και από τα πληρώματα των καραβιών όσοι ήσαν ελεύθεροι. Έτσι έτρεξαν να βοηθήσουν και πολλοί από τα πληρώματα με ότι όπλο διέθετε ο καθένας τους. Μόλις λοιπόν οι πρώτοι από αυτούς πέρασαν την ενέδρα σηκώθηκαν οι άντρες του Χαβρία και άρχισαν να τους χτυπάνε με βέλη και ακόντια, συγχρόνως δε τους επιτέθηκαν και οι οπλίτες που μόλις είχαν αποβιβαστεί από τα πλοία υπό τον Δημαινέτη. Και οι πρώτοι, καθώς προχωρούσαν ασύντακτοι, σκοτώθηκαν αμέσως, μεταξύ αυτών ήταν ο Γοργώπας και οι οχτώ Λακεδαιμόνιοι που τον ακολουθούσαν. Μόλις έπεσαν αυτοί νεκροί οι υπόλοιποι και τράπηκαν σε φυγή. Σκοτώθηκαν περίπου εκατόν πενήντα Αιγινήτες και από τους ξένους, τους μετοίκους και  τους ναύτες που είχαν τρέξει βιαστικά για βοήθεια, πάνω από διακόσιοι. Μετά από αυτό οι Αθηναίοι ασκούσανε για κάποιο χρονικό διάστημα πλήρη έλεγχο στη θάλασσα ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε', 1. 10-13 ).
Αυτή ήταν η εκδίκησης των Αθηναίων γιατί ναυμαχία του Ζωστήρος που έγινε στην σημερινή κοσμοπολίτικη πλαζ  του Αστέρα της Βουλιαγμένης μπροστά από τον ναό του Απόλλωνα Ζωστήρα.         


Περί της σημασίας και ορθογραφίας του επιθέτου της βυζαντινής αυτοκρατορικής οικογενείας των Λασκάρεων.

Υπό Γεωργίου - Μιχαήλ Καραχάλιου.


Στην Καππαδοκία, και ειδικά στο Ουλαγκάτς, ο δάσκαλος λέγεται δάσκαλης.
Από αυτόν τον τύπο και με τροπή του δ σε ρ γίνεται ράσκαλης.
Η τροπή αυτή του δ σε ρ είναι συνηθέστατη στην Καππαδοκία, π. χ. ραμαλίρ = δαμαλίδι, τραγωρώ = τραγουδώ, ερελφός = αδελφός, νανούρ = νανούδι  ( Dawkins R.M.: Modern Greek in Asia Minor. A study of dialect of Silli, Cappadocia and Phárasa, σελίδες 583, 584, 596, 562. Cambridge, 1916 ).
Ο ράσκαλης στην συνέχεια γίνεται λάσκαρης, κατά μετάθεση, ήτοι με αλλαγή των θέσεων των δύο υγρών συμφώνων ρ και λ ( Dawkins ένθα ανωτέρω, σελ. 595 ).
Από το επάγγελμα λοιπόν του δασκάλου έλαβε την αρχή ο γνωστός οίκος Λάσκαρη, του οποίου η κοιτίδα είναι η Καππαδοκία, όπως συνεπάγεται εκ των ανωτέρω.
Κατόπιν αντί να κληθεί ο Λάσκαρης του Λάσκαρη ( Θεοδώρου του Λασκάρου διαβάζουμε στο C. I. G. , τεύχος 2ον, αρ. 8744 ), έγινε η γενική του Λασκάρεως, όπως ο Μέγαρης του Μεγάρεως ( Ellissen, Anal. , 1, 204 ), ο Καμήλαρις του Καμηλάρεως (Τρυφ. Ευαγγελίδου, Σκιάθος, 106 ) και ο Βούλγαρης του Βουλγάρεως.
[ όρα Φαίδων Κουκουλές , Βυζαντινών τινών επιθέτων σημασία και ορθογραφία, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τόμος 5 ( 1928 ), σ. 11 – 12 ].
 Σε τελική μορφή έχουμε ένα λόγιο τριτόκλιτο τύπο που μας κάνει: ο Λάσκαρις του Λασκάρεως κλπ.
Η οικογένεια των Λασκάρεων αρχικά υπήρξε οικογένεια διδασκάλων και λογίων, στη συνέχεια έγινε οικογένεια στρατιωτικών και αυτοκρατόρων για να επανέλθει μετά την άλωση στην αρχική της ιδιότητα, που είναι εκείνη των λογίων και των δασκάλων, χωρίς βέβαια να λείπουν από αυτήν οι ιεράρχες, οι στρατιωτικοί, οι πανεπιστημιακοί, διπλωμάτες, αλλά και τιτλούχοι διαφόρων χωρών, στις οποίες αναγνωρίζονται ακόμα τίτλοι ευγένειας ( π.χ. Ισπανία ) ( Alice Gardner, The Lascarids of Nicaea, London 1912. Ricardo Pano, Genealogia de la casa imperial Lascaris – Comneno, Tunja 1971. Κωνσταντίνου Σάθα, Νεοελληνική Φιλολογία, τόμος Α΄, Αθήναι 1868. 
Είναι άξιος μνημόνευσης ο χαρακτηρισμός για τους Λασκάρεις του επιφανούς λογίου  Βουδαίου σε επιστολή του προς τον σοφό και λόγιο Φορεστάνον: « Λασκαρίζειν εστιν εν λόγοις μεν και φράσει, το δεινώς λέγειν και κομψώς. – Το δε ήθος Λασκαρίζειν εστί, το τα επιεική και χρηστά και ευαρεστούμενα φρονείν. » ( Βουδαίος, εν Hodius de Graecis illustribusBoernerusFabricius, Bibl. Gr. XI, 646 – 8 – Weiss, Biograrhie Universelle, tom. XXIII ).


C.I. G. = ; Cambridge Information Group.

Οι πηγές της βιογραφίας της φιλοσόφου Υπατίας.

Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.




Α. Κύριες πηγές.

Α1. Πηγές σύγχρονες της Υπατίας.

Α.1.1. Συνέσιος επίσκοπος Πτολεμαΐδος ( 370 περίπου – 413): Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, γεννήθηκε στην Κυρήνη και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Ασχολήθηκε με τα μαθηματικά και την πλατωνική φιλοσοφία. Τα 410 ή 411 χειροτονήθηκε από τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο επίσκοπος Πτολεμαΐδος. Έγραψε ύμνους, ομιλίες, εγκώμια, διαλόγους και επιστολές. Ειδικά οι επιστολές του, που δημοσιεύτηκαν από τον αβά J. P. Migne στην περίφημη σειρά Patrologia Graeca (P.G., vol. 66, col. 1321-1560), αποτελούν την κύρια πηγή για την ιστορία της Κυρηναϊκής Πενταπόλεως κατά τον 5ο αιώνα (Ιωάννης Ε. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί Βυζαντινής Ιστορίας, σελίδες 117-118, Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα, Δ΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη 1978). Στοιχεία για τον βίο της Υπατίας μπορούμε να βρούμε σε 50 από τις επιστολές του. Δες επιστολές υπ’ αριθμόν 10, 15, 16, 33 – 80, 124, 135 και 153. Ο Συνέσιος αναφέρεται με μεγάλο σεβασμό και αγάπη στην Υπατία, της οποίας υπήρξε μαθητής. Ο θάνατός του το 413 στον πόλεμο κατά των βαρβάρων, που απειλούσαν την πατρίδα του την Κυρήνη, τον εμπόδισε, ευτυχώς, να δει την στυγερή δολοφονία της αγαπημένης του διδασκάλισσας (415).

Α.1.2. Σωκράτης ο Σχολαστικός (380 περίπου – 439): Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε ρητορική κοντά στους Εθνικούς Ελλάδιο και Αμμώνιο. Ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου, από όπου έλαβε και την επωνυμία Σχολαστικός, που σημαίνει δικηγόρος. Ο Σωκράτης ήταν συνεχιστής του ιστορικού έργου του Ευσεβίου του Παμφίλου, επισκόπου Καισαρείας της Παλαιστίνης. Στην Εκκλησιαστική του Ιστορία ο Σωκράτης ( P.G. vol. 67, col.28-842) είναι αντικειμενικός στην αφήγησή του, αναφέρει τις πηγές του και παραθέτει με ακρίβεια τα δημόσια έγγραφα που χρησιμοποιεί. Την σύγχρονη με αυτόν ιστορική περίοδο την περιγράφει με προσωπική αντίληψη (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 124-125). Ο γράφων θεωρεί ότι ο Σωκράτης περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια και μετριοπάθεια τα γεγονότα της σύγκρουσης μεταξύ του αυτοκρατορικού διοικητού της Αλεξανδρείας Ορέστη και του πάπα και πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίλλου, της οποίας το αποκορύφωμα υπήρξε η στυγερή δολοφονία της Υπατίας δια κατακρεουργήσεως από τον μαινόμενο όχλο των οπαδών του Κυρίλλου, των οποίων ηγείτο ένας κατώτερος κληρικός, ο αναγνώστης Πέτρος. Αν δεν ήτα τόσο μετριοπαθής ο Σωκράτης ίσως θα είχαμε μια πολύ πιο εντονότερη καταδίκη για τον Κύριλλο και τον χριστιανικό όχλο της Αλεξάνδρειας από εκείνο το πολύ διακριτικό «ου μικρόν μώμον» που χρησιμοποιεί ο για να καταγγείλει ο, κατά τα άλλα ακριβολόγος εκκλησιαστικός ιστορικός, όσους ευθύνονταν για τον φόνο της Υπατίας.

Α.1.3. Φιλοστόργιος (368-433περίπου): Γεννήθηκε στην Βορισσό της Καππαδοκίας και σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν Αρειανιστής και αγωνίστηκε κατά Εθνικών και Ορθοδόξων. Το έργο του «Εκκλησιαστική Ιστορία» ( P.G. vol. 65, col 459-625) γράφτηκε μεταξύ των ετών 425 και 433 και καλύπτει την ιστορική περίοδο 324-425, συνεχίζει την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου. Το έργο του Φιλοστόργιου μας παραδόθηκε μόνο σε αποσπάσματα και κρίσεις περί του έργου του μέσα από την Βιβλιοθήκη του Μεγάλου Φωτίου (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδα 123). Ο γράφων εκτιμά ότι ο Φιλοστόργιος, επειδή αγωνίστηκε κατά Εθνικών και Ορθοδόξων, είναι αντικειμενικός στην περιγραφή των γεγονότων που μας ενδιαφέρουν, επειδή ακριβώς αυτά οφείλονται σε διαμάχη μεταξύ Εθνικών και Ορθοδόξων, τους οποίους αντιπαθούσε ο Φιλοστόργιος εξ ίσου και επομένως του ήταν αδύνατο να μεροληπτεί υπέρ του ενός ή του άλλου.

Α.1.4. Παλλαδάς (5ος αιώνας): Ποιητής και επιγραμματοποιός από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος ήταν εθνικός και ήκμασε κατά τις αρχές του 5ου αιώνα. Ο Παλλαδάς ήταν ο τελευταίος αξιόλογος εθνικός που έγραψε ποίηση. Το έργο του που σώζεται στην Παλατινή Ανθολογία περιλαμβάνει 150 περίπου επιγράμματα (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τόμος ΙΖ, λήμμα Παλλαδάς). Μνημειώδες είναι το επίγραμμα που αφιερώνει στην Υπατία στο οποίο την χαρακτηρίζει ως «άχραντον άστρον της σοφής παιδεύσεως» ( Epigrammatum Anthologia Palatina, volumen secundum, caput IX, 400, Parisiis, Editoribus Firmin – Didot et Sociis, 1888).


Α2. Πηγές μεταγενέστερες της Υπατίας.

Α.2.1. Ιωάννης Μαλάλας (491 – 578): Εξελληνισμένος Σύρος. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια. Είναι ο παλαιότερος βυζαντινός χρονογράφος. Η «Χρονογραφία»του εκτείνεται σε 18 βιβλία. Αρχίζει «από κτίσεως κόσμου» και φθάνει μέχρι των τελευταίων χρόνων της βασιλείας του Ιουστινιανού (527 – 565). Στην μονή της Κρυπτοφέρρης (Monastero Esarchico di Santa Maria di Grottaferrata) σώζονται κάποια χειρόγραφα αποσπάσματα ( Fragmenta Tusculana) της χρονογραφίας του Μαλάλα. Σώζεται και η σλαβική μετάφραση της χρονογραφίας (10ος – 11ος αιώνας). Το κείμενο της Χρονογραφίας περιλαμβάνεται στο Corpus Scriptorum Historia Byzantina, vol. XVI, έκδοση Ludwig August Dindorf, Bonnae 1831 και στην Partologia Graeca του αβά J. P. Migne, vol. 97, col. 65 – 717 (το κύριο κείμενο) και vol. 85, col. 1808 – 1824 ( τα Fragmenta Tusculana) (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 163-164).
Σχετικά με την Υπατία ο Μαλάλας κάνει μια πολύ σύντομη αναφορά, στην οποία θεωρεί τον επίσκοπο Κύριλλο ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας της Υπατία με την σαφή και λακωνική φράση: «παρρησίαν λαβόντες υπό του επισκόπου οι Αλεξανδροίς έκαυσαν φρυγάνοις αυθεντήσαντες Υπατίαν την περιβόητον φιλόσοφον»( Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, έκδοση Dinborf , Bonnae 1831, vol. 16, σελίδα 359). Ο Μαλάλας, στο θέμα που μας αφορά, είναι πηγή τεράστιου κύρους. Είναι ορθόδοξος, φίλος του Ιουστινιανού και οπαδός των αποφάσεων των συνόδων. Απευθύνεται προς το ευρύ κοινό και τους μοναχούς. Ζυγίζει πολύ τα λόγια του και στο θέμα της ηθικής αυτουργίας του Κυρίλλου είναι καταπέλτης.

Α.2.2. Ησύχιος ο Ιλλούστριος ( 1ο μισό του 6ου αιώνα): Καταγόταν από την Μίλητο. Το έργο του , στο οποίο γίνεται αναφορά στην Υπατία ονομάζεται «Ονοματολόγος» ή «Πίναξ των εν παιδεία ονομαστών. Επιτομές του έργου αυτού περιελήφθησαν αργότερα στο λεξικό Σούδα (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω σελίδες 151 και 152). Τα σωζόμενα του Ονοματολόγου βρίσκονται στην σειρά Fragmenta Historicorun Graecorum, vol. IV, έκδοση Carolus Müllerus, Parisiis 1867 (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 151-152). Στον IV τόμο της σειράς Fragmenta Historicorun Graecorum, σελίδα 176, γίνεται συντομοτάτη αναφορά στην Υπατία και τον θάνατό της, ο οποίος αποδίδεται γενικόλογα στους Αλεξανδρινούς, χωρίς να αναφέρεται ο Κύριλλος και οι Παραβολάνοι., αλλά θεωρεί ο συγγραφέας ότι θανατώθηκε για την υπερβολική σοφία και την ενασχόλησή της με την αστρονομία. «Υπατία, η Θέωνος θυγάτηρ του Αλεξανδρέως φιλοσόφου, και αυτή φιλόσοφος, διεσπάσθη υπό Αλεξανδρέων, και το σώμα αυτής ενυβρισθέν καθ’ όλης της πόλεως διεσπάρη. Τούτο δε πέπονθε δια την υπερβάλουσαν σοφίαν, και μάλιστα εις τα περί αστρονομίας».

Α.2.3. Ιωάννης ο Νικίου (7ος αιώνας): Έζησε τον 70 αιώνα και υπήρξε επίσκοπος Νικίου της κάτω Αιγύπτου. Ήταν Μονοφυσίτης. ‘Έγραψε «Παγκόσμιο Χρονικό». Αρχίζει από κτίσεως κόσμου και φθάνει μέχρι τι τέλος του 7ου αιώνα. Το «Παγκόσμιο Χρονικό γράφτηκε στην κοπτική γλώσσα περί το 700. Σήμερα σώζεται μόνο σε αιθιοπική μετάφραση, η οποία έχει μεταφραστεί στα γαλλικά από τον H. Zotenberg, Chronique de Jean Évéque de Nikiou, Notices et Extraites des Mss, de la Bibliotèque Nationale XXIV, 1 (1883), p. 125-605. Ανατύπωση 1935. Ακόμα, έχει μεταφραστεί στα αγγλικά από τον R. H. Charles. The Chronicle of John, Bishop of Nokiou, London 1916 (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 189-190). Ο Ιωάννης ο Νικίου είναι η μοναδική κοπτική πηγή για την δολοφονία της Υπατίας.
Ο Ιωάννης ο Νικίου ακολουθεί σε γενικές γραμμές την εξιστόρηση του Σωκράτη, αποδίδει τον φόνο στους Χριστιανούς και τον Πέτρο τον αναγνώστη. Σχετικά με τον Κύριλλο ο Ιωάννης ο Νικίου μας λέγει ότι αυτοί που δολοφόνησαν την Υπατία πλαισίοσαν τον Κύριλλο και τον αποκαλούσαν νέο Θεόφιλο γιατί είχε καταστρέψει τα τελευταία υπολείμματα της ειδωλολατρείας στην πόλη.

Α.2.4. Θεοφάνης ο Ομολογητής ( 752 περίπου – 818): Καταγόταν από επιφανή οικογένεια τουΒυζαντίου. Μόνασε στην μονή του Μεγάλου Αγρού, την οποία ο ίδιος είχε ιδρύσει κοντά στο όρος Πολύχνιο της Συγριανής. Η Συγριανή βρισκόταν είτε στη Μήδεια είτε, το πιθανότερο, στην Μυτιλήνη (ακρωτήριο Σίγρι). Ο Θεοφάνης αντιτάχθηκε στην εικονομαχική πολιτική του Λέοντος Ε’ του Αρμενίου (αυτοκράτορας 813-820) φυλακίστηκε και αργότερα εξορίστηκε στην Σαμοθράκη, όπου και απέθανε. Η Εκκλησία τον τιμά ως ομολογητή της πίστεως. Ο Θεοφάνης έγραψε χρονογραφία από το έτος 284 (άνοδος Διοκλητιανού) μέχρι το 813 (τέλος βασιλείας του Μηχαήλ Α’ Ραγκαβέ). Ο Θεοφάνης χρησιμοποιεί την αλεξανδρινή χρονολογία, δηλαδή τοποθετεί την κτίση του κόσμου το έτος 5492 αντί του 5508 της χρονολογίας της Κωνσαντινουπόλεως (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 218-219). Το έργο του Θεοφάνη έχει εκδοθεί στο Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae σε δύο τόμους, το 1837 ο 1ος και το 1841 ο 2ος. Στην Patrologia Graeca o Θεοφάνης βρίσκεται στον τόμο 108 (PG, vol. 108, col. 64-1009).Θεοφάνης ο Ομολογητής γιορτάζει στις 12 Μαρτίου ( Σωφρονίου Ευστρατιάδου μητροπολίτου πρώην Λεοντοπόλεως, Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σελίδες 197-198, Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανατύπωση Αθήνα 1995) .
Η αναφορά του Θεοφάνη στην Υπατία είναι άκρως λακωνική: «Τούτω τω έτει (5906 από κτίσεως κόσμου, αλεξανδρινή χρονολογία) Υπατείαν (sic) την φιλόσοφον θυγατέρα Θέωνος του φιλοσόφου βιαίω θανάτω τινές ανείλον». Στο κείμενο του Θεοφάνη δεν γίνεται λόγος περί του Πέτρου του αναγνώστη, του Κυρίλλου και των παραβολάνων, ίσως λόγω του άκρως συντόμου της αναφοράς. Είναι άξιο απορίας γιατί ο Θεοφάνης γράφει το όνομα της αλεξανδρινής φιλοσόφου με «ει» και όχι με «ι»; Γιατί «Υπατεία και όχι «Υπατία»; Η χρονολιγία που δίνει ο Θεοφάνης για την δολοφονία της Υπατίας είναι το 5906 από κτίσεως κόσμου της αλεξανδρινής χρονολογίας και αντιστοιχεί στο 414 (5906-5492=414).

Α.2.5. Σούδα (10ος αιώνας): Με το όνομα Σουΐδας μας παραδίδεται λεξικό λέξεων και πραγμάτων που γράφτηκε κατά το δεύτερο μισό του10ου αιώνα από αγνώστους συγγραφείς. Η νεώτερη ιστορική έρευνα δέχεται ότι τι σωστό όνομα του λεξικού πρέπει να είναι «Σούδα», δηλαδή τάφρος που περιέχει κάθε είδους γνώση. Με λίγα λόγια η Σούδα είναι μια εγκυκλοπαίδεια της περιόδου της ακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η Σούδα είναι σημαντική γιατί μας διασώζει αποσπάσματα απολεσθέντων ιστορικών έργων (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 284 – 285). Το κείμενο της Σούδας περιλαμβάνεται στην Patrologia Graeca ( vol. 117, col. 1193 και εξής).

Α.2.6. Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος ( 13ος- 14ος αιώνας ): Έγραψε κυρίως θεολογικά έργα. Η «Εκκλησιαστική Ιστορία» του εκτείνεται σε 23 βιβλία και είναι δημοσιευμένη από τον αβά J. P. Migne στην Patrologia Graeca ( PG. Vol. 145, col. 557-1332 • vol. 146, col. 9-1274 και vol. 147, col. 9-448 ) (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες197-198). Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος ( Νικηφόρος το κατά κόσμον όνομά του και Κάλλιστος το όνομά του ως μοναχός) ήταν λογιώτατος ιερομόναχος αγιορείτης ασκούμενος στην μονή Ιβήρων. Έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό (1347-1354) το 1350 μέχρι το 1353 και από το 1355 μέχρι το 1363, όταν απομακρύνθηκε από τον θρόνο ο Καντακουζηνός και ανέλαβε πλήρως τα καθήκοντά του ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος, τον οποίο ο Καντακουζηνός είχε παραμερίσει ως κηδεμόνας του όταν ήταν ανήλικος. Ο Κάλλιστος ήταν φίλος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, υπήρξε ανθενωτικός και η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 20 Ιουνίου ( Ευστρατιάδης, όπου παραπάνω, σελίδα 246. Donald M. Nicol, Βιογραφικό λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σελίδες 182- 183, για τον Κάλλιστο, 162-164 για τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο και 164-166 για τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό, Ελληνική Ευρωεκδοτική,Αθήνα 1993).
Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος στην Εκκλησιαστική του Ιστορία αναφέρεται εκτενώς στα γεγονότα που οδήγησαν στην δολοφονία της Υπατίας ( Βιβλίο14, Κεφάλαιο 16, PG, vol. 146, col. 1106-1108) και είναι καταδικαστικός για τον Κύριλλο και τον χριστιανικό όχλο. Ακόμα όμως πιο καταδικαστική για τον κλήρο γενικά της Αλεξάνδρειας είναι η τίτλωση του 16ου κεφαλαίου του 14 βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, στην οποία αναγράφεται ρητά: « Περί της φιλοσόφου Υπατίας, ως ανηρέθη υπό των κληρικών Κυρίλλου». Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος δεν είναι ένας εθνικός που εχθρεύεται τον Χριστιανισμό, δεν είναι ένας αιρετικός που αντιπαθεί την Ορθοδοξία, ούτε είναι ένας επιπόλαιος ημιμαθής. Είναι ο λογιώτατος αγιορείτης, ο φίλος και ομοϊδεάτης του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης που ύψωσε το ανάστημά του στον αυτοκράτορα στον οποίο όφειλε την θέση του πατριάρχου και του αρνήθηκε να στέψει πραξικοπηματικά τον γιό του αυτοκράτορα, είναι αυτός που τιμώντας την ορθόδοξη πίστη του αντιστάθηκε σθεναρά και δεν δέχτηκε την υποταγή στον πάπα, είναι ο σκληρός πυρήνας της ορθοδοξίας, είναι ο άγιος της Εκκλησίας, είναι το δοχείο της χάρητος του Αγίου Πνεύματος και αποφαίνεται για την δολοφονία της Υπατίας: Ένοχος ο Κύριλλος, ένοχος ο κλήρος της Αλεξάνδρειας, ένοχος ο αναγνώστης Πέτρος, ένοχος και ο ταραχοποιός χριστιανικός όχλος της Αλεξάνδρειας. Δέκα αιώνες μετά το τρομερό συμβάν η φωνή της Εκκλησίας, που εκφέρεται από την γραφίδα ενός λογιοτάτου ασκητή αγιορείτη Οικουμενικού Πατριάρχη και αγίου, είναι καταπέλτης για τους ενόχους, τους οποίους παραδίδει στην οριστική καταδίκη της ιστορίας.

Α.2.7. Νικηφόρος Γρηγοράς ( 1290/1 – 1360 ): Έγραψε «Ρωμαϊκή Ιστορία» σε 37 βιβλία. Το έργο του Νικηφόρου Γρηγορά περιλαμβάνει την ιστορία των ετών 1204 – 1359 και αναπτύσσει λεπτομερέστερα τα γεγονότα από το 1320 μέχρι το 1359 και είναι δημοσιευμένο από τον αβά J. P. Migne στην Patrologia Graeca ( PG. Vol. 148, col. 120 - 1449 και vol. 149, col. 9- 501 ) (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 392- 393 ). Μέσα στο κείμενο του Νικηφόρου Γρηγορά γίνεται αναφορά δύο φορές στην Υπατία ονομαστικά ( PG. Vol. 148, col. 469 - 470 και vol. 149, col. 529 – 530 ). Σε αυτά τα δύο τεμάχια ο Γρηγοράς αναφέρεται σε κάποιες γυναίκες της εποχής οι οποίες μπορούσαν να συγκριθούν, για την μεγάλη τους μόρφωση, με την Υπατία. Αυτή η αναφορά του Γρηγορά για την Υπατία μαρτυρά ότι στην εποχή του η φήμη της Αλεξανδρινής φιλοσόφου ήταν τόσο μεγάλη ώστε αν ήθελαν να χαρακτηρίσουν μια γυναίκα ως πολύ μορφωμένη την παρομοίαζαν με την Υπατία.


Β. Πηγή ψευδεπίγραφη και πηγή λατινική

Β1. Πηγή ψευδεπίγραφη.
 Κύριλλος Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας ( έζησε 378 περίπου – 444 περίπου, άσκησε την πατριαρχεία από το 412 μέχρι τον θάνατό του το 444): Υπήρξε ένας από τους αξιολογότερους ιεράρχες της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, πατέρας της Γ’ Οικουμενικής που έγινε στην Έφεσο το 431 και καταδίκασε την διδασκαλία του Νεστορίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ο Κύριλλος τιμάται ως άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 9 Ιουνίου, αλλά και στις 18 Ιανουαρίου, μαζί με αυτήν του προκατόχου του Αγίου Αθανασίου. Η Καθολική εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 27 Ιουνίου, ενώ η Λουθηρανική στις 9 Φεβρουαρίου. Το συγγραφικό έργο του Κυρίλλου είναι τεράστιο και είναι δημοσιευμένο από τον αβά J. P. Migne στην Patrologia Graeca από τον τόμο 68 μέχρι και τον τόμο 77 ( PG. Vol. 68, col. 9 - 1449 και vol. 77, col. 1308 ). Μαζί με τα κείμενα του Κυρίλλου δημοσιεύεται και μια επιστολή της Υπατίας προς αυτόν ( PG. Vol. 77, col. 389 ). Το κείμενο της επιστολής είναι στα λατινικά ( δεν σώζεται το ελληνικό πρωτότυπο ) και παρουσιάζει την Υπατία να Υποστηρίζει την αίρεση του Νεστοριανισμού. Επειδή η Υπατία δολοφονήθηκε το 415 ή το 416 και ο Νεστόριος έγινε Πατριάρχης το 428 και η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος που τον καταδίκασε έγινε το 431, είναι προφανέστατο ότι η επιστολή είναι ψευδεπίγραφη.

Β2. Πηγή λατινική.
Flavius Magnus Aurelius Cassiodorus Senator (485 - 585): Είναι Ρωμαίος πολιτικός και συγγραφέας στην υπηρεσία του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδωρίχου του Μεγάλου (454-Ραβένα 526). Η λέξη Senator είναι όνομα και όχι πολιτικό αξίωμα ( γερουσιαστής ). Το έργο του Κασσιόδωρου είναι μια ιστορία των Γότγων σε 12 τόμους υπό τον τίτλο «Historia Tripartita», η οποία έχει χαθεί, σώζεται μόνο μια περίληψή της του έτους 551 από τον Ιορδάνη, ο οποίος πιθανώς να ήταν επίσκοπο Κρότωνος (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες: 133, 147, 157 και 161). Μέσα στο έργο του Κασσιόδωρου υπάρχει μια αναφορά στην Υπατία, η οποία είναι η λατινική μετάφραση των όσων αναφέρει ο Σωκράτης ο Σχολαστικός στο έργο του ( δες Σωκράτης ο Σχολαστικός όπου παραπάνω ). Το κείμενο αυτό παρουσιάζεται ως λατινική μετάφραση στον Σωκράτη στην Patrologia Graeca της έκδοσης του J. P. Migne, ο οποίος την έχει συμπεριλάβει και στην έκδοση της Patrologia Latina ( PL, vol. 69, col. 1193 – 1195 ).

Αυτό είναι το σύνολο των πηγών που αναφέρονται στην ζωή της αλεξανδρινής φιλοσόφου, μαθηματικού και αστρονόμου Υπατίας, η οποία υπήρξε παράδειγμα μορφωμένης και χειραφετημένης γυναικός για την εποχή της, αλλά και για την δική μας. Ο τραγικός θάνατός της από τον εξαγριωμένο χριστιανικό όχλο και η κατακρεούργησή της μέσα στο Καισάριον, τον μητροπολιτική ναό της Αλεξάνδρειας, όχι μόνο καθιστούν υπεύθυνο γι’ αυτή την εγκληματική τον Κύριλλο, αλλά και τον στιγματίζουν στον αιώνα τον άπαντα ως «άνθρωπο αποφασισμένο να επιδιώξει τα προσωπικά του μίση αντί να ερευνήσει την αληθινή πίστη του Ιησού Χριστού» όπως επιγραμματικά τον καταγγέλλει ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης (A History of Christianity, Paul Johnson, 1979, Touchstone Publ., σελ. 51. Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδη, σελ. 216-218).

Υπατία η Αλεξανδρινή, το ωράισμα και το κλέος του γυναικείου φύλου, η εσταυρωμένη της επιστήμης και του Ελληνισμού.

Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.




Η Αλεξανδρινή φιλόσοφος, μαθηματικός και αστρονόμος Υπατία ήταν θυγατέρα του μαθηματικού, αστρονόμου και γραμματικού της ύστερης Ελληνιστικής περιόδου Θέωνος (335 περίπου – 405 περίπου), ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας πριν την καταστροφή της, καθώς επίσης και του Μουσείου, του πανεπιστημίου της Αλεξάνδρειας (λεξικό Σούδα, λήμμα Θέων, ).

Η Υπατία υπήρξε αυστηρά ενάρετη στην ζωή της και έλαβε τεράστια μόρφωση, φιλοσοφική και μαθηματική, αρχικά στην Αλεξάνδρεια και στην συνέχεια στην Αθήνα (Σούδα, λήμμα Υπατία παραπάνω).

Μετά τις σπουδές της ανέλαβε στην Αλεξάνδρεια την δημόσια διδασκαλεία της φιλοσοφίας και αποδέχτηκε την φιλοσοφική τήβεννο ως επίσημη αναγνώριση της ιδιότητάς της ως διδασκάλισσας (Σούδα, όπου παραπάνω). Η ενάρετη ζωή της, ο παρθενικός της βίος υπό το φως του νεοπλατωνισμού, η ευρυμάθειά και η πολυμάθεια της την κατέστησαν ένα κόσμημα του γυναικείου φύλου και λαμπρό παράδειγμα για κάθε διανοούμενη γυναίκα ανά τους αιώνες. Υπήρξε η Υπατία μια πραγματική φεμινίστρια σε όλο το μήκος και το εύρος της έννοιας του όρου. Το σπίτι της ήταν τόπος συνάθροισης όλων των πεφωτισμένων και ανεξαρτήτων πνευμάτων της Αλεξανδρείας, αλλά αυτή η μεγάλη και ασυνήθιστη αποδοχή και επιδοκιμασία της αξίας της και η δημιουργία οπαδών παρά το πλευρό της, την οδήγησαν στην οχλοκρατικού χαρακτήρα δολοφονία της από τους «το ομοούσιον φρονούντας» κατά τον αρειανιστή ιστορικό Φιλοστόργιο ( VIII, 9, εν PG. Vol. col. 564B ).

Μολονότι υπήρξε η Υπατία φίλη, διδασκάλισσα και προστατευόμενη του αυγουσταλίου της Αλεξανδρείας Ορέστη, δηλαδή του αυτοκρατορικού επάρχου (prefectus augustalis = αυτοκρατορικός έπαρχος) φονεύθηκε κατά τρόπο απάνθρωπο το Μάρτη του 415, κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, από τον μανιασμένο όχλο των παραβολάνων, των νοσοκόμων που ήταν υπό την διοίκηση του επισκόπου και πάπα Αλεξανδρείας Κυρίλλου. Οι παραβολάνοι καθοδηγούμενοι από έναν κατώτερο κληρικό, τον αναγνώστη Πέτρο οδήγησαν δια της βίας την Υπατία στον ναό που ονομαζόταν Καισάριον, όπου την κατακρεούργησαν με κομμάτια σπασμένων πήλινων αγγείων (οστράκων) έκαψαν τα τεμάχια του νεκρού σώματός της στην περιοχή που ονομαζόταν Κυναρών ( Σωκράτης ο Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλίο VII, κεφάλαιο 15, εν PG, vol. LXVII, col. 768B – 769A. Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και άγιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλίο XIV, κεφάλαιο 16 εν PG, vol. CXLVI, col. 1105C και 1108 A. Φιλοστόργιος, VIII, 9, εν PG. Vol. col.564B).

Η εγκληματική και απαράδεκτη για χριστιανούς πράξη είχε σαν κίνητρο την υποψία που είχαν οι οπαδοί του Κυρίλλου ότι η Υπατία με την επιρροή της στον Ορέστη εμπόδιζε την συνδιαλλαγή του με τον Κύριλλο στην διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ τους, όταν προσπάθησε ο αυτοκρατορικός έπαρχος να σταματήσει τους διωγμούς των Εβραίων που είχε αρχίσει ο Κύριλλος. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, κρίνοντας τις σχετικές με την φρικτή δολοφονία της Υπατίας ιστορικές πηγές, δηλώνει απερίφραστα ότι θεωρεί πως «ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος δεν υπήρξε αμέτοχος της κακουργίας εκείνης» ( Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ, σελίδες 19 και 20, Εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήναι 1969 ).

Δυστυχώς η Εκκλησία της Αλεξανδρείας βαρύνεται, κατά την μακραίωνη ιστορία της, με άδικες διώξεις αθώων. Εκτός από την Υπατία, η Εκκλησία της Αλεξανδρείας είναι υπεύθυνη για την άδικη καταδίωξη και καθαίρεση του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, η οποία έγινε πρωτοστατούντος του επισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου, θείου και προκατόχου του Κυρίλλου. Εξ αιτίας της καθαίρεσης αυτής ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξορίστηκε στα βάθη της Μικράς Ασίας, όπου και πέθανε από τις κακουχίες. Τέλος, κατά τον 19ο αιώνα η Εκκλησία της Αλεξανδρείας κατεδίωξε άδικα τον άγιο Νεκτάριο, ο οποίος ήταν μητροπολίτης Πενταπόλεως της Αιγύπτου. Στην εποχή μας ο πάπας της Ρώμης Ιωάννης – Παύλος Β’ ζήτησε συγγνώμη για «τα λάθη της Καθολικής Εκκλησίας». Άραγε ο πάπας και πατριάρχης Αλεξανδρείας θα ζητήσει ποτέ συγγνώμη για «τα λάθη της δικής του εκκλησίας» και ειδικά για την ανάρμοστη συμπεριφορά της απέναντι στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, την φιλόσοφο Υπατία και τον άγιο Νεκτάριο;