Powered By Blogger

Ετικέτες

Ελληνομνήμων

Το ιστολόγιο σπουδής ελληνικής ιστιρίας και αρχαιολογίας.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Ο γεωγραφικός εντοπισμός του Ζωστήρα της Αττικής με την βοήθεια των ιστορικών πηγών και της αρχαιολογίας.

Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.


Διεξάγοντας μια ιστορική έρευνα για τη ναυμαχία του Ζωστήρος, η οποία έγινε ένα χρόνο πριν το τέλος του Κορινθιακού πολέμου ( 395 π. Χ. - 387 π. Χ. ), δηλαδή το 388 π.Χ., διαπίστωσα, προς μεγάλη μου έκπληξη, ότι η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού ( ΓΥΣ ) στον χάρτη της κλίμακας 1 : 50.000 και υπό την επωνυμία ΑΘΗΝΑΙ - ΚΟΡΟΠΙΟΝ της έκδοσης του 1975 χαρακτήριζε ως Ζωστήρα όχι τον Λαιμό ή αλλιώς  Μικρό Καβούρι αλλά το δεξί ακρωτήριο, όπως εισερχόμεθα στον όρμο της Βουλιαγμένης, το οποίο κατονομάζει και Ασπρόκαβο ( η δεύτερη ονομασία μέσα σε παρένθεση ). Φαίνεται λοιπόν για την ΓΥΣ του 1975 ήταν παντελώς άγνωστη η αρχαιολογική ανακάλυψη του ναού του Απόλλωνος Ζωστήρος στην θέση  Λαιμός στο Μικρό Καβούρι ή Λομβάρδα ( Λομπάρδα ή Λουμπάρδα ή Μπομπάρδα, είδος πυροβόλου ) που έγινε το 1925 από τον Άγγελο Τανάγρα και στη συνέχεια ανασκάφτηκε από τον αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη και ανακοινώθηκε στο Αρχαιολογικό Δελτίο υπ αριθμόν 11 των ετών 1927 - 1928 ( σ. 9 - 52 ). Αυτή η αρχαιολογική ανακάλυψη προσδιορίζει κατά τρόπον μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση και την τοποθεσία του Ζωστήρος.
Μετά δέκα χρόνια ο αρχαιολόγος Φ. Σταυρόπουλος ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της ανασκαφής της ιερατικής οικίας  που είναι εξαρτήματα του ναού του Απόλλωνος Ζωστήρος και απέχει περί τα 150 m. από αυτόν ( Αρχαιολογική Εφημερίς, έτος 1938, σ. 1 - 30 ).
Τα στοιχεία που δίνουν οι δύο αυτές αρχαιολογικές ανακοινώσεις καθιστούν αδιαφιλονίκητη την τοποθεσία του Ζωστήρα στο σημερινό Λαιμό. Ειδικά η επιγραφή που βρέθηκε επί της τράπεζας προσφορών του ναού και στην οποία αναφέρεται ότι τιμάτε ο ιερέας του ναού και οι επίτροποί για τις υπηρεσίες τους και κατονομάζεται ο ναός ως ο ναός του Απόλλωνος Ζωστήρος  είναι από μόνη της αδιάσειστη απόδειξη  για να χαρακτηριστεί η περιοχή του Λαιμού ως ο αρχαίος Ζωστήρ ( Κουρουνιώτης ενθ. ανωτ. ). 
Εκτός από τα αρχαιολογικά ευρήματα υπάρχουν και αρχαίες ελληνικές ιστορικές πηγές οι οποίες βοηθούν ιστοριογραφικά στον προσδιορισμό του Ζωστήρος στην ίδια περιοχή που τον έχει προσδιορίσει και η αρχαιολογία. 
Η πρώτη ιστορική πηγή είναι ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς ( 5ος αιών π. Χ. ) ο οποίος στο όγδοο βιβλίο των ιστοριών του, το επιγραφόμενο Ουρανία, μας πληροφορεί ότι μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν οι Πέρσες υποχωρούσαν, μετά την δύση του ήλιου, έφτασαν κοντά στον Ζωστήρα της Αττικής, καθώς στο σημείο αυτό εισχωρούν μέσα στη θάλασσα λεπτές προεξοχές ξηράς, τους δημιουργήθηκε η εντύπωσης πως οι προεξοχές αυτές είναι πλοία, κι έτσι οι Πέρσες για μεγάλο χρονικό διάστημα έπλεαν διασκορπισμένοι σαν να καταδιώκονταν. Και μόνον όταν, ύστερα από κάμποση ώρα, αντιλήφθηκαν ότι δεν ήταν πλοία εκείνα, άλλα ακρωτήρια συγκεντρώθηκαν και συνέχισαν να πλέουν κανονικά ( Ηρόδοτος, Η'. 107 ). Από αυτό το κείμενο του Ηροδότου  καταλαβαίνουμε ότι ο Ζωστήρας που περιγράφει ο πατέρας της ιστορίας είναι το μικρό Καβούρι με τις πολλές μικρές βραχώδεις  προεξοχές στη θάλασσα, οι οποίες δημιούργησαν την εσφαλμένη εντύπωση περί πλοίων ελληνικών στους Πέρσες. Αντίθετα ο Ασπρόκαβος δεν έχει τέτοιου είδους πολυσχιδής προεξοχές γιατί είναι όμως ένας μονοκόμματος μεγάλος βράχος.
Ο Ξενοφών ( β' μισό του ε' αιώνα π. Χ. - α' μισό του δ' αιώνα π. Χ. ) στα Ελληνικά ( Βιβλίο Ε', 1. 8 - 9 ) Περιγράφει μία μικρή νυχτερινή ναυμαχία μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών στην περιοχή του Ζωστήρα ( 388 π. Χ. )χωρίς όμως να δίνει κάποιες πληροφορίες που να προσδιορίζουν ακριβώς την περιοχή, λέει απλά ότι τα πλοία έφτασαν στον Ζωστήρα της Αττικής.
Από τους γεωγράφους της μετά Χριστό αρχαιότητος μέχρι τον πρώιμο μεσαίωνα έχουμε τρεις πολύ καλές μαρτυρίες που αφορούν τον  Ζωστήρα.
Τον πρώτο αιώνα μετά Χριστό ο γεωγράφος Στράβων από την Αμάσεια του Πόντου Μας πληροφορεί ότι υπάρχει μετά τους Αιξωνείς ένα μακρύ ακρωτήριο ο Ζωστήρ. Στη συνέχεια άλλο ακροατήριο, μετά την Θορέα, η Αστυπάλαια. Στο πρώτο ακρωτήριο απέναντι είναι η Φάβρα και στο άλλο η Ελεούσα ( Στράβων, 9. 1. 21 ).
Οι Αιξωνείς του Στράβωνος είναι η σημερινή Γλυφάδα και η Φάβρα, το νησί που είναι, κατά τον Στράβωνα, απέναντι από το πρώτο ακρωτήριο, τον Ζωστήρα δηλαδή, είναι η σημερινή νήσος Φλέβες. Αν κοιτάξουμε στο χάρτη της ΓΥΣ Αθήναι - Κοροπίον της κλίμακας 1 : 50.000, έκδοσης 1975, τον οποίο προανέφερα, θα δούμε ότι ακριβώς απέναντι από το μικρό Καβούρι είναι η νήσος Φλέβες, οι οποίες αναγράφονται και με το αρχαίο τους όνομα, αλλά με διαφορετική ορθογραφία Φαύρα και όχι Φάβρα, όπως είναι στο αρχαίο κείμενο.  Το ακρωτήριο Ασπρόκαβος είναι λίγο μακρύτερα από τις Φλέβες σε σχέση με το Μικρό Καβούρι. Άρα, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραθέτει ο Στράβων, ο αρχαίος Ζωστήρ είναι το σημερινό Μικρό Καβούρι.
Ο γεωγράφος του δεύτερου μετά Χριστό αιώνα Παυσανίας από την Μαγνησία της Μικράς Ασίας μας λέει ότι οι μικροί δήμοι της Αττικής, που ο καθένας τους σχηματίστηκε όπως έτυχε, παρουσιάζουν τα εξής αξιομνημόνευτα. Στον Αλιμούντα υπάρχει ιερό της Θεσμοφόρου Δήμητρας και της Κόρης, ενώ στο παραθαλάσσιο Ζωστήρα βωμός της Αθήνας καθώς και του  Απόλλωνος και της Αρτέμιδος και της Λητούς. Η παράδοση δεν λέει ότι η Λητώ γέννησε εδώ τα παιδιά της, αλλά ότι εδώ έλυσε τον ζωστήρα της για να γεννήσει, και η περιοχή για τον λόγο αυτό, δηλαδή το λύσιμο του ζωστήρα της, έλαβε το όνομα ( Παυσανίας, 1. 31. 1 ). 
Τα λεγόμενα του Παυσανία μας οδηγούν σε δύο διαπιστώσεις.
Η πρώτη είναι ότι τα λεγόμενα του Παυσανία περί της λατρείας της Αθήνας, του Απόλλωνα, της Αρτέμιδος και της Λητούς σε συνδυασμό με την ανακάλυψη στις ανασκαφές στον Λαιμό από τον Κουρουνιώτη ( ένθα ανωτέρω ) των βάσεων των τριών αγαλμάτων των θεών, Απόλλωνος, Αρτέμιδος, Λητούς και του βωμού της Αθηνάς μας βεβαιώνουν ότι ο αρχαίος Ζωστήρας που περιγράφει ο Παυσανίας είναι ακριβώς η περιοχή στην οποία ο Κουρουνιώτης ανάσκαψε τον  ναό του ο Απόλλωνος.
Η δεύτερη διαπίστωση έχει να κάνει με την ονομασία της τοποθεσίας. 
Ο Παυσανίας μας βεβαιώνει ότι την ονομασία αυτή ανέλαβε η τοποθεσία επειδή εκεί η Λητώ καταλήφθηκε από τους πόνους πριν τον τοκετό και αναγκάστηκε να λύση τον ζωστήρα της. Ο ανασκαφέας του ιερού του Απόλλωνος Ζωστήρος Κ. Κουρουνιώτης σχετικά με την ονομασία Ζωστήρ παρατηρεί δίνοντας και διάφορα φιλολογικά παραδείγματα ( ενθ. ανωτέρω ) ότι η λέξη ζωστήρ έχει την έννοια της πολεμικής ενδυμασίας και υποστηρίζει ότι '' η ονομασία δεν έχει τοπικήν την προέλευσιν, αλλά είναι χαρακτηριστική ιδιότης του θεού '' ... '' Ούτω Απόλλων Ζωστήρ είναι ο ζωννύων εαυτόν, ή άλλους, ο εξαρτυόμενος προς πόλεμον, ο πολεμικός ''. Έτσι λοιπόν ο ναός του Απόλλωνος Ζωστήρος, κατά τον Κουρουνιώτη, αφιερώθηκε στους πολεμικούς θεούς που '' ζώννυνται το ξίφος '' για να προστατεύσουν ολόκληρη την Αττική. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι και ο Παυσανίας, στον οποίον αναφέρεται ο Κουρουνιώτης, ερμηνεύει τον χαρακτηρισμό Ζωστήριος, Αθηνά Ζωστηρία ( Παυσανίας, 9. 17. 3 ) στην Θήβα, ως τον εξοπλιζόμενο προς πόλεμο θεό και προστάτης μιας περιοχής. Κατά τον Παυσανία ( ενθ. ανωτ. ) οι αρχαίοι στο ρήμα ζώννυμι έδιναν , εκτός της σημασίας του ζώνομαι, και την σημασία του εξοπλίζομαι.
 Τελευταίος στη σειρά των γεωγράφων που αναφέρει κάτι σχετικό με τον Ζωστήρα είναι ο Στέφανος Βυζάντιος σπουδαίος λόγιος του έκτου αιώνα μετά Χριστό. Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο ο Ζωστήρ είναι ένας ισθμός της Αττικής, που του λένε ότι εκεί η Λητώ έλυσε την ζώνη της και λούστηκε στην λίμνη. Ακόμη μας πληροφορεί ο Στέφανος Βυζάντιος ότι εδώ κάνουν θυσίες οι κάτοικοι των Αλών στην Λητώ, την Αρτέμιδα και τον Απόλλωνα Ζωστήριο ( Στέφανος Βυζάντιος, 298. 13 ).Η πληροφορία του Στέφανου Βυζαντίου που χαρακτηρίζει τον Ζωστήρα ως ισθμό τον ταυτίζει με τον σημερινό Λαιμό, αλλά η πληροφορία περί του λουτρού της Λητούς στην λίμνη οδηγεί την σκέψη μας στη σημερινή ιαματική λίμνη των θερμών υδάτων της Βουλιαγμένης που βρίσκεται πλησιέστερα προς τον Ασπρόκαβο. Η αναφορά λοιπόν στην ιαματική λίμνη που γειτνιάζει, σχετικά, με το ακρωτήριο του Ασπρόκαβου έγινε αιτία, κατά τη γνώμη μας, να παραπλανηθεί η γεωγραφική υπηρεσία στρατού ( ΓΥΣ ) και να χαρακτηρίσει τον Ασπρόκαβο ως ακρωτήριο του Ζωστήρος. Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι λανθασμένος τόσο λόγω των αρχαιολογικών ευρημάτων όσο και από την ανάλυση των ιστορικών πηγών.
Το τελικό συμπέρασμα της έρευνας μας είναι το ακόλουθο :
Όλα τα στοιχεία που εξετάσαμε παραπάνω, τόσο τα αρχαιολογικά όσο και τα ιστοριογραφικά, ειδικότερα δε η επιγραφή της τράπεζας προσφορών του ιερού του Απόλλωνος της περιοχής Λαιμός της Βουλιαγμένης, μας οδηγούν αταλάντευτα στο να δεχτούμε ότι η αρχαία τοποθεσία Ζωστήρ ταυτίζεται με τον σημερινό Λαιμό του Δήμου Βουλιαγμένης.

Η ναυμαχία του Ζωστήρος 388 π. Χ.

Υπό Γεωργίου - Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.


Βρισκόμαστε στην εποχή προς το τέλος του Κορινθιακού πολέμου (395 – 387 π. Χ.). Η Αθήνα αντιμετωπίζει προβλήματα κοντά στο άστυ. Ο Σπαρτιάτης αρμοστής της Αίγινας Ετεόνικος είχε αρχίσει να  ενθαρρύνει ληστρικές επιδρομές στην ύπαιθρο της Αττικής. Ο Ετεόνικος ήταν υποδιοικητής του στρατηγού Αστυόχου και είχε αναπτύξει μεγάλη δράση κατά την τρίτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου ( Σχετικά με τη δράση του Ετεονίκου δες Ξενοφώντος Ελληνικά, Βιβλίο 1ο ).  Η κατάσταση που δημιούργησαν οι επιδρομές ανάγκασε τους Αθηναίους να στείλουν μία φρουρά, η οποία υποστηριζόταν από δέκα τριήρεις, για  να δημιουργήσει μια βάση από την οποία θα απέκλειαν την Αίγινα. Του όλου εγχειρήματος διοικητής ήταν ο Πάμφιλος.
Οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα οχυρό και να του κόψουν τη δυνατότητα διέλευσης των Αιγινητών, αλλά ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Τελευτίας, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από την Ρόδο, κατόρθωσε να εκδιώξει τον Αθηναϊκό στόλο χωρίς να καταφέρει να καταλάβει και το οχυρό. Σε λίγο έληξε και η θητεία του Τελευτία, ο οποίος επέστρεψε στη Σπάρτη τιμώμενος από όλους για τη δράση του.  Την θέση του Τελευτία ανέλαβε ως νέος ναύαρχος  ο Ιέραξ ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε', 1. 1-4 ).
Το καλοκαίρι του έτους 389 π. Χ. ( περί της χρονολόγησης δες Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος Πανεπιστημίου του Cambridge, τόμος 5 ος , σελ. 125, έκδοση ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2005 ) ο Ιέραξ απέπλευσε με προορισμό τη Ρόδο αφήνοντας στην Αίγινα τον  επιστολέα του  Γοργώπα με δώδεκα πλοία ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε', 1.5 ). Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι επιστολεύς ή επιστολιαφόρος ήταν για τους Σπαρτιάτες ο αναπληρωτής του ναυάρχου, κάτι ανάλογο του αντιναυάρχου ή κάποιος προσαρτημένος στον ναύαρχο για να τον ελέγχει ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο ΣΤ', 2. 25 ). Σύμφωνα με τους νόμους της Σπάρτης δεν μπορούσε το ίδιο πρόσωπο να είναι για  δύο συνεχόμενες θητείες ναύαρχος. Ο Λύσανδρος, όταν έληξε η θητεία του ως ναυάρχου, διορίστηκε επιστολέας και από τη θέση αυτή διοικούσε το στόλο ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Β', 1. 7 ). Στην αρχαία Σπάρτη η ναυαρχία ήταν αξίωμα σχεδόν ισάξιο με την βασιλεία η οποία υπερείχε μόνο γιατί ήταν ισόβια. Ο Αριστοτέλης αναφερόμενος στην σπαρτιατική ναυαρχία την χαρακτηρίζει ως  «ετέρα βασιλεία» ( Πολιτικά, Β, ΙΧ ). Περί του επιστολέα ως θεσμού, ο οποίος αντικαθιστά ή και ελέγχει τον ναύαρχο έχει γράψει ο Αλέξανδρος Ραγκαβής στο περίφημο αρχαιογνωστικό λεξικό του (Αλέξανδρος Ραγκαβής, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, τόμος α', σελ. 284, Αθήναι 1888 ).
Μετά την αναχώρηση του Ιέρακος για την Ρόδο ο Γοργώπας με τα δώδεκα σπαρτιάτικα  πλοία συνέχισε να παρενοχλεί τους Αθηναίους. Αρχικά πολιόρκησε την αθηναϊκή φρουρά του οχυρού που απέκλειε  την Αίγινα, χωρίς όμως να μπορέσει να το καταλάβει. Μετά από αυτό οι Αθηναίοι εξέδωσαν ψήφισμα και εξόπλισαν τριήρεις με τις οποίες έφεραν πίσω τους άνδρες τους από το οχυρό της Αίγινας. Αλλά επειδή ο Γοργώπας συνέχισε να παρενοχλεί την Αττική με ληστρικές επιδρομές, οι Αθηναίοι εξόπλισαν εναντίον του δεκατρείς τριήρεις και εξέλεξαν ναύαρχο σε αυτές τον Εύνομο.
Όσο ο Ιέραξ βρισκόταν στη Ρόδο οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν ως ναύαρχο τον Ανταλκίδα πιστεύοντας ότι με αυτή την ενέργεια θα χαροποιούσαν τον Πέρση σατράπη Τιρίβαζο που ήταν φίλος του και στήριζε με τη στάση του την δράση των Σπαρτιατών κατά των Αθηναίων.
Ο Ανταλκίδας όταν έφτασε στην Αίγινα το καλοκαίρι του 388 π. Χ. πήρε μαζί του τον Γοργώπα με τα πλοία του και κατέπλευσε προς την Έφεσο. Από εκεί έστειλε πίσω στην Αίγινα το Γοργώπα με τα δώδεκα πλοία του και στα άλλα διόρισε διοικητή τον επιστολέα του Νικόλοχο.
Κατά την επιστροφή του ο Γοργώπας από την Έφεσο συναντήθηκε στη θάλασσα με τον Εύνομο. Τότε κατευθύνθηκε στην Αίγινα και λίγο πριν την δύση του ηλίου αποβιβάστηκε στη στεριά και παρέθεσε δείπνο στους στρατιώτες του. Ο Εύνομος έμεινε για λίγο κι ύστερα απέπλευσε. Η ώρα ήταν περασμένη και είχε αρχίσει να βραδιάζει, έτσι ο Εύνομος προχωρούσε έχοντας αναμμένο ένα φως για να μη χάνονται τα πλοία που τον ακολουθούσανε. Τότε ο Γοργώπας και οι ναύτες του μπήκαν αμέσως στα πλοία και άρχισαν να ακολουθούν τους Αθηναίους μέσα στο σκοτάδι έχοντας σαν οδηγό το φως που ήταν στο πλοίο του Ευνόμου. Οι Σπαρτιάτες έκαναν κάθε προσπάθεια για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους Αθηναίους. Οι κελευστές έδιναν τα παραγγέλματα με χτυπήματα λίθων και όχι με τη φωνή, και η κωπηλασία γινόταν με πλαγιαστά τα κουπιά για να μην ακούγεται  δυνατά το πλατάγισμα τους μέσα στα νερά.
Έτσι πλέοντας μέσα στην αττική νύχτα οι Αθηναίοι έφτασαν στον Ζωστήρα της Αττικής, την περιοχή που σήμερα βρίσκεται η πλαζ του Αστέρα στην Βουλιαγμένη όπου υπάρχει ο ναός του Απόλλωνος Ζωστήρος στην θέση  Λαιμός στο Μικρό Καβούρι, τον οποίο ανακάλυψε αρχικά το 1925 ο Άγγελος Τανάγρας και στη συνέχεια έκανε συστηματικές ανασκαφές ο διάσημος αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης ( Δες την σχετική ανακοίνωση στο Αρχαιολογικό Δελτίο υπ αριθμόν 11 των ετών 1927 – 1928, σ. 9 - 52 ).
 Όταν λοιπόν τα πλοία του Ευνόμου έφτασαν στη στεριά κοντά στο Ζωστήρα της Αττικής, ο Γοργώπας έδωσε με την σάλπιγγα το σύνθημα της επίθεσης εναντίον τους. Κατά τη στιγμή της επίθεσης  στην πλευρά των Αθηναίων υπήρχε αταξία, από μερικά πλοία του Ευνόμου μόλις  οι ναύτες αποβιβάζονταν στη στεριά, άλλα πλοία  τότε προσορμίζονταν, και κάποια άλλα την στιγμή αυτή κατέπλεαν στον όρμο. Κατά τη σύντομη ναυμαχία που ακολούθησε κάτω από το φως της σελήνης ο Γορώπας συνέλαβε τέσσερις αθηναϊκές τριήρεις, τις έδεσε πίσω από τα δικά του πλοία με σχοινιά και τις οδήγησε στην Αίγινα. Μετά από αυτό το πάθημα τα πλοία των Αθηναίων ζήτησαν καταφύγιο στον Πειραιά ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε', 1. 5-9. Για την χρονολόγηση δες Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, τόμος 5 ος , σελ. 126, έκδοση ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2005 ). Αυτή ήταν λοιπόν η ναυμαχία του Ζωστήρος, μια νυκτερινή ναυτική συμπλοκή περιορισμένου αριθμού πλοίων μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών μέσα στα πλαίσια της  γενικότερης σύρραξης που η ιστορία χαρακτηρίζει ως Κορινθιακό πολέμου. 
Πολύ σύντομα όμως οι Αθηναίοι πήραν την εκδίκηση τους από τους Σπαρτιάτες για την ναυτική ήττα τους στα νερά του Ζωστήρα.
Ο Αθηναίος ναύαρχος Χαβρίας απέπλευσε για την Κύπρο προκειμένου να βοηθήσει τον βασιλιά της Σαλαμίνας της Κύπρου Ευαγόρα, έχοντας ήδη υπό τις διαταγές του οχτακόσιους πελταστές, δέκα τρεις τριήρεις και κάποια αθηναϊκα πλοία με οπλίτες. Με όλη αυτή τη δύναμη Χαβρίας πήγε στην Αίγινα και αφού αποβιβάστηκε ο ίδιος κρυφά την νύχτα σε ένα μικρό όρμο στο ακρωτήριο Ηράκλειο, έστησε ενέδρα έχοντας μαζί του τους πελταστές. Τα ξημερώματα, όπως είχαν συνεννοηθεί, έφτασαν και οι οπλίτες των Αθηναίων με τον αρχηγό τους Δημαινέτη και προωθήθηκαν πέρα από το Ηράκλειο δέκα έξι στάδια ( 2.960 μέτρα, 1 στάδιον= 185 μέτρα ) στην περιοχή του ακρωτηρίου Τριπυργία. Όταν ο Σπαρτιάτης Γοργώπας πληροφορήθηκε για την ύπαρξη Αθηναίων οπλιτών πάνω στο νησί έσπευσε στην περιοχή ακολουθούμενος από Αιγινήτες στρατιώτες, από τους ναύτες των καραβιών και από οχτώ Σπαρτιάτες που έτυχε να βρίσκονται εκεί. Έδωσε διαταγή θα τον ακολουθήσουν και από τα πληρώματα των καραβιών όσοι ήσαν ελεύθεροι. Έτσι έτρεξαν να βοηθήσουν και πολλοί από τα πληρώματα με ότι όπλο διέθετε ο καθένας τους. Μόλις λοιπόν οι πρώτοι από αυτούς πέρασαν την ενέδρα σηκώθηκαν οι άντρες του Χαβρία και άρχισαν να τους χτυπάνε με βέλη και ακόντια, συγχρόνως δε τους επιτέθηκαν και οι οπλίτες που μόλις είχαν αποβιβαστεί από τα πλοία υπό τον Δημαινέτη. Και οι πρώτοι, καθώς προχωρούσαν ασύντακτοι, σκοτώθηκαν αμέσως, μεταξύ αυτών ήταν ο Γοργώπας και οι οχτώ Λακεδαιμόνιοι που τον ακολουθούσαν. Μόλις έπεσαν αυτοί νεκροί οι υπόλοιποι και τράπηκαν σε φυγή. Σκοτώθηκαν περίπου εκατόν πενήντα Αιγινήτες και από τους ξένους, τους μετοίκους και  τους ναύτες που είχαν τρέξει βιαστικά για βοήθεια, πάνω από διακόσιοι. Μετά από αυτό οι Αθηναίοι ασκούσανε για κάποιο χρονικό διάστημα πλήρη έλεγχο στη θάλασσα ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε', 1. 10-13 ).
Αυτή ήταν η εκδίκησης των Αθηναίων γιατί ναυμαχία του Ζωστήρος που έγινε στην σημερινή κοσμοπολίτικη πλαζ  του Αστέρα της Βουλιαγμένης μπροστά από τον ναό του Απόλλωνα Ζωστήρα.         


Περί της σημασίας και ορθογραφίας του επιθέτου της βυζαντινής αυτοκρατορικής οικογενείας των Λασκάρεων.

Υπό Γεωργίου - Μιχαήλ Καραχάλιου.


Στην Καππαδοκία, και ειδικά στο Ουλαγκάτς, ο δάσκαλος λέγεται δάσκαλης.
Από αυτόν τον τύπο και με τροπή του δ σε ρ γίνεται ράσκαλης.
Η τροπή αυτή του δ σε ρ είναι συνηθέστατη στην Καππαδοκία, π. χ. ραμαλίρ = δαμαλίδι, τραγωρώ = τραγουδώ, ερελφός = αδελφός, νανούρ = νανούδι  ( Dawkins R.M.: Modern Greek in Asia Minor. A study of dialect of Silli, Cappadocia and Phárasa, σελίδες 583, 584, 596, 562. Cambridge, 1916 ).
Ο ράσκαλης στην συνέχεια γίνεται λάσκαρης, κατά μετάθεση, ήτοι με αλλαγή των θέσεων των δύο υγρών συμφώνων ρ και λ ( Dawkins ένθα ανωτέρω, σελ. 595 ).
Από το επάγγελμα λοιπόν του δασκάλου έλαβε την αρχή ο γνωστός οίκος Λάσκαρη, του οποίου η κοιτίδα είναι η Καππαδοκία, όπως συνεπάγεται εκ των ανωτέρω.
Κατόπιν αντί να κληθεί ο Λάσκαρης του Λάσκαρη ( Θεοδώρου του Λασκάρου διαβάζουμε στο C. I. G. , τεύχος 2ον, αρ. 8744 ), έγινε η γενική του Λασκάρεως, όπως ο Μέγαρης του Μεγάρεως ( Ellissen, Anal. , 1, 204 ), ο Καμήλαρις του Καμηλάρεως (Τρυφ. Ευαγγελίδου, Σκιάθος, 106 ) και ο Βούλγαρης του Βουλγάρεως.
[ όρα Φαίδων Κουκουλές , Βυζαντινών τινών επιθέτων σημασία και ορθογραφία, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τόμος 5 ( 1928 ), σ. 11 – 12 ].
 Σε τελική μορφή έχουμε ένα λόγιο τριτόκλιτο τύπο που μας κάνει: ο Λάσκαρις του Λασκάρεως κλπ.
Η οικογένεια των Λασκάρεων αρχικά υπήρξε οικογένεια διδασκάλων και λογίων, στη συνέχεια έγινε οικογένεια στρατιωτικών και αυτοκρατόρων για να επανέλθει μετά την άλωση στην αρχική της ιδιότητα, που είναι εκείνη των λογίων και των δασκάλων, χωρίς βέβαια να λείπουν από αυτήν οι ιεράρχες, οι στρατιωτικοί, οι πανεπιστημιακοί, διπλωμάτες, αλλά και τιτλούχοι διαφόρων χωρών, στις οποίες αναγνωρίζονται ακόμα τίτλοι ευγένειας ( π.χ. Ισπανία ) ( Alice Gardner, The Lascarids of Nicaea, London 1912. Ricardo Pano, Genealogia de la casa imperial Lascaris – Comneno, Tunja 1971. Κωνσταντίνου Σάθα, Νεοελληνική Φιλολογία, τόμος Α΄, Αθήναι 1868. 
Είναι άξιος μνημόνευσης ο χαρακτηρισμός για τους Λασκάρεις του επιφανούς λογίου  Βουδαίου σε επιστολή του προς τον σοφό και λόγιο Φορεστάνον: « Λασκαρίζειν εστιν εν λόγοις μεν και φράσει, το δεινώς λέγειν και κομψώς. – Το δε ήθος Λασκαρίζειν εστί, το τα επιεική και χρηστά και ευαρεστούμενα φρονείν. » ( Βουδαίος, εν Hodius de Graecis illustribusBoernerusFabricius, Bibl. Gr. XI, 646 – 8 – Weiss, Biograrhie Universelle, tom. XXIII ).


C.I. G. = ; Cambridge Information Group.

Οι πηγές της βιογραφίας της φιλοσόφου Υπατίας.

Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.




Α. Κύριες πηγές.

Α1. Πηγές σύγχρονες της Υπατίας.

Α.1.1. Συνέσιος επίσκοπος Πτολεμαΐδος ( 370 περίπου – 413): Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, γεννήθηκε στην Κυρήνη και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Ασχολήθηκε με τα μαθηματικά και την πλατωνική φιλοσοφία. Τα 410 ή 411 χειροτονήθηκε από τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο επίσκοπος Πτολεμαΐδος. Έγραψε ύμνους, ομιλίες, εγκώμια, διαλόγους και επιστολές. Ειδικά οι επιστολές του, που δημοσιεύτηκαν από τον αβά J. P. Migne στην περίφημη σειρά Patrologia Graeca (P.G., vol. 66, col. 1321-1560), αποτελούν την κύρια πηγή για την ιστορία της Κυρηναϊκής Πενταπόλεως κατά τον 5ο αιώνα (Ιωάννης Ε. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί Βυζαντινής Ιστορίας, σελίδες 117-118, Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα, Δ΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη 1978). Στοιχεία για τον βίο της Υπατίας μπορούμε να βρούμε σε 50 από τις επιστολές του. Δες επιστολές υπ’ αριθμόν 10, 15, 16, 33 – 80, 124, 135 και 153. Ο Συνέσιος αναφέρεται με μεγάλο σεβασμό και αγάπη στην Υπατία, της οποίας υπήρξε μαθητής. Ο θάνατός του το 413 στον πόλεμο κατά των βαρβάρων, που απειλούσαν την πατρίδα του την Κυρήνη, τον εμπόδισε, ευτυχώς, να δει την στυγερή δολοφονία της αγαπημένης του διδασκάλισσας (415).

Α.1.2. Σωκράτης ο Σχολαστικός (380 περίπου – 439): Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε ρητορική κοντά στους Εθνικούς Ελλάδιο και Αμμώνιο. Ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου, από όπου έλαβε και την επωνυμία Σχολαστικός, που σημαίνει δικηγόρος. Ο Σωκράτης ήταν συνεχιστής του ιστορικού έργου του Ευσεβίου του Παμφίλου, επισκόπου Καισαρείας της Παλαιστίνης. Στην Εκκλησιαστική του Ιστορία ο Σωκράτης ( P.G. vol. 67, col.28-842) είναι αντικειμενικός στην αφήγησή του, αναφέρει τις πηγές του και παραθέτει με ακρίβεια τα δημόσια έγγραφα που χρησιμοποιεί. Την σύγχρονη με αυτόν ιστορική περίοδο την περιγράφει με προσωπική αντίληψη (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 124-125). Ο γράφων θεωρεί ότι ο Σωκράτης περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια και μετριοπάθεια τα γεγονότα της σύγκρουσης μεταξύ του αυτοκρατορικού διοικητού της Αλεξανδρείας Ορέστη και του πάπα και πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίλλου, της οποίας το αποκορύφωμα υπήρξε η στυγερή δολοφονία της Υπατίας δια κατακρεουργήσεως από τον μαινόμενο όχλο των οπαδών του Κυρίλλου, των οποίων ηγείτο ένας κατώτερος κληρικός, ο αναγνώστης Πέτρος. Αν δεν ήτα τόσο μετριοπαθής ο Σωκράτης ίσως θα είχαμε μια πολύ πιο εντονότερη καταδίκη για τον Κύριλλο και τον χριστιανικό όχλο της Αλεξάνδρειας από εκείνο το πολύ διακριτικό «ου μικρόν μώμον» που χρησιμοποιεί ο για να καταγγείλει ο, κατά τα άλλα ακριβολόγος εκκλησιαστικός ιστορικός, όσους ευθύνονταν για τον φόνο της Υπατίας.

Α.1.3. Φιλοστόργιος (368-433περίπου): Γεννήθηκε στην Βορισσό της Καππαδοκίας και σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν Αρειανιστής και αγωνίστηκε κατά Εθνικών και Ορθοδόξων. Το έργο του «Εκκλησιαστική Ιστορία» ( P.G. vol. 65, col 459-625) γράφτηκε μεταξύ των ετών 425 και 433 και καλύπτει την ιστορική περίοδο 324-425, συνεχίζει την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου. Το έργο του Φιλοστόργιου μας παραδόθηκε μόνο σε αποσπάσματα και κρίσεις περί του έργου του μέσα από την Βιβλιοθήκη του Μεγάλου Φωτίου (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδα 123). Ο γράφων εκτιμά ότι ο Φιλοστόργιος, επειδή αγωνίστηκε κατά Εθνικών και Ορθοδόξων, είναι αντικειμενικός στην περιγραφή των γεγονότων που μας ενδιαφέρουν, επειδή ακριβώς αυτά οφείλονται σε διαμάχη μεταξύ Εθνικών και Ορθοδόξων, τους οποίους αντιπαθούσε ο Φιλοστόργιος εξ ίσου και επομένως του ήταν αδύνατο να μεροληπτεί υπέρ του ενός ή του άλλου.

Α.1.4. Παλλαδάς (5ος αιώνας): Ποιητής και επιγραμματοποιός από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος ήταν εθνικός και ήκμασε κατά τις αρχές του 5ου αιώνα. Ο Παλλαδάς ήταν ο τελευταίος αξιόλογος εθνικός που έγραψε ποίηση. Το έργο του που σώζεται στην Παλατινή Ανθολογία περιλαμβάνει 150 περίπου επιγράμματα (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τόμος ΙΖ, λήμμα Παλλαδάς). Μνημειώδες είναι το επίγραμμα που αφιερώνει στην Υπατία στο οποίο την χαρακτηρίζει ως «άχραντον άστρον της σοφής παιδεύσεως» ( Epigrammatum Anthologia Palatina, volumen secundum, caput IX, 400, Parisiis, Editoribus Firmin – Didot et Sociis, 1888).


Α2. Πηγές μεταγενέστερες της Υπατίας.

Α.2.1. Ιωάννης Μαλάλας (491 – 578): Εξελληνισμένος Σύρος. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια. Είναι ο παλαιότερος βυζαντινός χρονογράφος. Η «Χρονογραφία»του εκτείνεται σε 18 βιβλία. Αρχίζει «από κτίσεως κόσμου» και φθάνει μέχρι των τελευταίων χρόνων της βασιλείας του Ιουστινιανού (527 – 565). Στην μονή της Κρυπτοφέρρης (Monastero Esarchico di Santa Maria di Grottaferrata) σώζονται κάποια χειρόγραφα αποσπάσματα ( Fragmenta Tusculana) της χρονογραφίας του Μαλάλα. Σώζεται και η σλαβική μετάφραση της χρονογραφίας (10ος – 11ος αιώνας). Το κείμενο της Χρονογραφίας περιλαμβάνεται στο Corpus Scriptorum Historia Byzantina, vol. XVI, έκδοση Ludwig August Dindorf, Bonnae 1831 και στην Partologia Graeca του αβά J. P. Migne, vol. 97, col. 65 – 717 (το κύριο κείμενο) και vol. 85, col. 1808 – 1824 ( τα Fragmenta Tusculana) (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 163-164).
Σχετικά με την Υπατία ο Μαλάλας κάνει μια πολύ σύντομη αναφορά, στην οποία θεωρεί τον επίσκοπο Κύριλλο ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας της Υπατία με την σαφή και λακωνική φράση: «παρρησίαν λαβόντες υπό του επισκόπου οι Αλεξανδροίς έκαυσαν φρυγάνοις αυθεντήσαντες Υπατίαν την περιβόητον φιλόσοφον»( Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, έκδοση Dinborf , Bonnae 1831, vol. 16, σελίδα 359). Ο Μαλάλας, στο θέμα που μας αφορά, είναι πηγή τεράστιου κύρους. Είναι ορθόδοξος, φίλος του Ιουστινιανού και οπαδός των αποφάσεων των συνόδων. Απευθύνεται προς το ευρύ κοινό και τους μοναχούς. Ζυγίζει πολύ τα λόγια του και στο θέμα της ηθικής αυτουργίας του Κυρίλλου είναι καταπέλτης.

Α.2.2. Ησύχιος ο Ιλλούστριος ( 1ο μισό του 6ου αιώνα): Καταγόταν από την Μίλητο. Το έργο του , στο οποίο γίνεται αναφορά στην Υπατία ονομάζεται «Ονοματολόγος» ή «Πίναξ των εν παιδεία ονομαστών. Επιτομές του έργου αυτού περιελήφθησαν αργότερα στο λεξικό Σούδα (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω σελίδες 151 και 152). Τα σωζόμενα του Ονοματολόγου βρίσκονται στην σειρά Fragmenta Historicorun Graecorum, vol. IV, έκδοση Carolus Müllerus, Parisiis 1867 (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 151-152). Στον IV τόμο της σειράς Fragmenta Historicorun Graecorum, σελίδα 176, γίνεται συντομοτάτη αναφορά στην Υπατία και τον θάνατό της, ο οποίος αποδίδεται γενικόλογα στους Αλεξανδρινούς, χωρίς να αναφέρεται ο Κύριλλος και οι Παραβολάνοι., αλλά θεωρεί ο συγγραφέας ότι θανατώθηκε για την υπερβολική σοφία και την ενασχόλησή της με την αστρονομία. «Υπατία, η Θέωνος θυγάτηρ του Αλεξανδρέως φιλοσόφου, και αυτή φιλόσοφος, διεσπάσθη υπό Αλεξανδρέων, και το σώμα αυτής ενυβρισθέν καθ’ όλης της πόλεως διεσπάρη. Τούτο δε πέπονθε δια την υπερβάλουσαν σοφίαν, και μάλιστα εις τα περί αστρονομίας».

Α.2.3. Ιωάννης ο Νικίου (7ος αιώνας): Έζησε τον 70 αιώνα και υπήρξε επίσκοπος Νικίου της κάτω Αιγύπτου. Ήταν Μονοφυσίτης. ‘Έγραψε «Παγκόσμιο Χρονικό». Αρχίζει από κτίσεως κόσμου και φθάνει μέχρι τι τέλος του 7ου αιώνα. Το «Παγκόσμιο Χρονικό γράφτηκε στην κοπτική γλώσσα περί το 700. Σήμερα σώζεται μόνο σε αιθιοπική μετάφραση, η οποία έχει μεταφραστεί στα γαλλικά από τον H. Zotenberg, Chronique de Jean Évéque de Nikiou, Notices et Extraites des Mss, de la Bibliotèque Nationale XXIV, 1 (1883), p. 125-605. Ανατύπωση 1935. Ακόμα, έχει μεταφραστεί στα αγγλικά από τον R. H. Charles. The Chronicle of John, Bishop of Nokiou, London 1916 (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 189-190). Ο Ιωάννης ο Νικίου είναι η μοναδική κοπτική πηγή για την δολοφονία της Υπατίας.
Ο Ιωάννης ο Νικίου ακολουθεί σε γενικές γραμμές την εξιστόρηση του Σωκράτη, αποδίδει τον φόνο στους Χριστιανούς και τον Πέτρο τον αναγνώστη. Σχετικά με τον Κύριλλο ο Ιωάννης ο Νικίου μας λέγει ότι αυτοί που δολοφόνησαν την Υπατία πλαισίοσαν τον Κύριλλο και τον αποκαλούσαν νέο Θεόφιλο γιατί είχε καταστρέψει τα τελευταία υπολείμματα της ειδωλολατρείας στην πόλη.

Α.2.4. Θεοφάνης ο Ομολογητής ( 752 περίπου – 818): Καταγόταν από επιφανή οικογένεια τουΒυζαντίου. Μόνασε στην μονή του Μεγάλου Αγρού, την οποία ο ίδιος είχε ιδρύσει κοντά στο όρος Πολύχνιο της Συγριανής. Η Συγριανή βρισκόταν είτε στη Μήδεια είτε, το πιθανότερο, στην Μυτιλήνη (ακρωτήριο Σίγρι). Ο Θεοφάνης αντιτάχθηκε στην εικονομαχική πολιτική του Λέοντος Ε’ του Αρμενίου (αυτοκράτορας 813-820) φυλακίστηκε και αργότερα εξορίστηκε στην Σαμοθράκη, όπου και απέθανε. Η Εκκλησία τον τιμά ως ομολογητή της πίστεως. Ο Θεοφάνης έγραψε χρονογραφία από το έτος 284 (άνοδος Διοκλητιανού) μέχρι το 813 (τέλος βασιλείας του Μηχαήλ Α’ Ραγκαβέ). Ο Θεοφάνης χρησιμοποιεί την αλεξανδρινή χρονολογία, δηλαδή τοποθετεί την κτίση του κόσμου το έτος 5492 αντί του 5508 της χρονολογίας της Κωνσαντινουπόλεως (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 218-219). Το έργο του Θεοφάνη έχει εκδοθεί στο Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae σε δύο τόμους, το 1837 ο 1ος και το 1841 ο 2ος. Στην Patrologia Graeca o Θεοφάνης βρίσκεται στον τόμο 108 (PG, vol. 108, col. 64-1009).Θεοφάνης ο Ομολογητής γιορτάζει στις 12 Μαρτίου ( Σωφρονίου Ευστρατιάδου μητροπολίτου πρώην Λεοντοπόλεως, Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σελίδες 197-198, Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανατύπωση Αθήνα 1995) .
Η αναφορά του Θεοφάνη στην Υπατία είναι άκρως λακωνική: «Τούτω τω έτει (5906 από κτίσεως κόσμου, αλεξανδρινή χρονολογία) Υπατείαν (sic) την φιλόσοφον θυγατέρα Θέωνος του φιλοσόφου βιαίω θανάτω τινές ανείλον». Στο κείμενο του Θεοφάνη δεν γίνεται λόγος περί του Πέτρου του αναγνώστη, του Κυρίλλου και των παραβολάνων, ίσως λόγω του άκρως συντόμου της αναφοράς. Είναι άξιο απορίας γιατί ο Θεοφάνης γράφει το όνομα της αλεξανδρινής φιλοσόφου με «ει» και όχι με «ι»; Γιατί «Υπατεία και όχι «Υπατία»; Η χρονολιγία που δίνει ο Θεοφάνης για την δολοφονία της Υπατίας είναι το 5906 από κτίσεως κόσμου της αλεξανδρινής χρονολογίας και αντιστοιχεί στο 414 (5906-5492=414).

Α.2.5. Σούδα (10ος αιώνας): Με το όνομα Σουΐδας μας παραδίδεται λεξικό λέξεων και πραγμάτων που γράφτηκε κατά το δεύτερο μισό του10ου αιώνα από αγνώστους συγγραφείς. Η νεώτερη ιστορική έρευνα δέχεται ότι τι σωστό όνομα του λεξικού πρέπει να είναι «Σούδα», δηλαδή τάφρος που περιέχει κάθε είδους γνώση. Με λίγα λόγια η Σούδα είναι μια εγκυκλοπαίδεια της περιόδου της ακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η Σούδα είναι σημαντική γιατί μας διασώζει αποσπάσματα απολεσθέντων ιστορικών έργων (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 284 – 285). Το κείμενο της Σούδας περιλαμβάνεται στην Patrologia Graeca ( vol. 117, col. 1193 και εξής).

Α.2.6. Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος ( 13ος- 14ος αιώνας ): Έγραψε κυρίως θεολογικά έργα. Η «Εκκλησιαστική Ιστορία» του εκτείνεται σε 23 βιβλία και είναι δημοσιευμένη από τον αβά J. P. Migne στην Patrologia Graeca ( PG. Vol. 145, col. 557-1332 • vol. 146, col. 9-1274 και vol. 147, col. 9-448 ) (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες197-198). Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος ( Νικηφόρος το κατά κόσμον όνομά του και Κάλλιστος το όνομά του ως μοναχός) ήταν λογιώτατος ιερομόναχος αγιορείτης ασκούμενος στην μονή Ιβήρων. Έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό (1347-1354) το 1350 μέχρι το 1353 και από το 1355 μέχρι το 1363, όταν απομακρύνθηκε από τον θρόνο ο Καντακουζηνός και ανέλαβε πλήρως τα καθήκοντά του ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος, τον οποίο ο Καντακουζηνός είχε παραμερίσει ως κηδεμόνας του όταν ήταν ανήλικος. Ο Κάλλιστος ήταν φίλος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, υπήρξε ανθενωτικός και η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 20 Ιουνίου ( Ευστρατιάδης, όπου παραπάνω, σελίδα 246. Donald M. Nicol, Βιογραφικό λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σελίδες 182- 183, για τον Κάλλιστο, 162-164 για τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο και 164-166 για τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό, Ελληνική Ευρωεκδοτική,Αθήνα 1993).
Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος στην Εκκλησιαστική του Ιστορία αναφέρεται εκτενώς στα γεγονότα που οδήγησαν στην δολοφονία της Υπατίας ( Βιβλίο14, Κεφάλαιο 16, PG, vol. 146, col. 1106-1108) και είναι καταδικαστικός για τον Κύριλλο και τον χριστιανικό όχλο. Ακόμα όμως πιο καταδικαστική για τον κλήρο γενικά της Αλεξάνδρειας είναι η τίτλωση του 16ου κεφαλαίου του 14 βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, στην οποία αναγράφεται ρητά: « Περί της φιλοσόφου Υπατίας, ως ανηρέθη υπό των κληρικών Κυρίλλου». Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος δεν είναι ένας εθνικός που εχθρεύεται τον Χριστιανισμό, δεν είναι ένας αιρετικός που αντιπαθεί την Ορθοδοξία, ούτε είναι ένας επιπόλαιος ημιμαθής. Είναι ο λογιώτατος αγιορείτης, ο φίλος και ομοϊδεάτης του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης που ύψωσε το ανάστημά του στον αυτοκράτορα στον οποίο όφειλε την θέση του πατριάρχου και του αρνήθηκε να στέψει πραξικοπηματικά τον γιό του αυτοκράτορα, είναι αυτός που τιμώντας την ορθόδοξη πίστη του αντιστάθηκε σθεναρά και δεν δέχτηκε την υποταγή στον πάπα, είναι ο σκληρός πυρήνας της ορθοδοξίας, είναι ο άγιος της Εκκλησίας, είναι το δοχείο της χάρητος του Αγίου Πνεύματος και αποφαίνεται για την δολοφονία της Υπατίας: Ένοχος ο Κύριλλος, ένοχος ο κλήρος της Αλεξάνδρειας, ένοχος ο αναγνώστης Πέτρος, ένοχος και ο ταραχοποιός χριστιανικός όχλος της Αλεξάνδρειας. Δέκα αιώνες μετά το τρομερό συμβάν η φωνή της Εκκλησίας, που εκφέρεται από την γραφίδα ενός λογιοτάτου ασκητή αγιορείτη Οικουμενικού Πατριάρχη και αγίου, είναι καταπέλτης για τους ενόχους, τους οποίους παραδίδει στην οριστική καταδίκη της ιστορίας.

Α.2.7. Νικηφόρος Γρηγοράς ( 1290/1 – 1360 ): Έγραψε «Ρωμαϊκή Ιστορία» σε 37 βιβλία. Το έργο του Νικηφόρου Γρηγορά περιλαμβάνει την ιστορία των ετών 1204 – 1359 και αναπτύσσει λεπτομερέστερα τα γεγονότα από το 1320 μέχρι το 1359 και είναι δημοσιευμένο από τον αβά J. P. Migne στην Patrologia Graeca ( PG. Vol. 148, col. 120 - 1449 και vol. 149, col. 9- 501 ) (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες 392- 393 ). Μέσα στο κείμενο του Νικηφόρου Γρηγορά γίνεται αναφορά δύο φορές στην Υπατία ονομαστικά ( PG. Vol. 148, col. 469 - 470 και vol. 149, col. 529 – 530 ). Σε αυτά τα δύο τεμάχια ο Γρηγοράς αναφέρεται σε κάποιες γυναίκες της εποχής οι οποίες μπορούσαν να συγκριθούν, για την μεγάλη τους μόρφωση, με την Υπατία. Αυτή η αναφορά του Γρηγορά για την Υπατία μαρτυρά ότι στην εποχή του η φήμη της Αλεξανδρινής φιλοσόφου ήταν τόσο μεγάλη ώστε αν ήθελαν να χαρακτηρίσουν μια γυναίκα ως πολύ μορφωμένη την παρομοίαζαν με την Υπατία.


Β. Πηγή ψευδεπίγραφη και πηγή λατινική

Β1. Πηγή ψευδεπίγραφη.
 Κύριλλος Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας ( έζησε 378 περίπου – 444 περίπου, άσκησε την πατριαρχεία από το 412 μέχρι τον θάνατό του το 444): Υπήρξε ένας από τους αξιολογότερους ιεράρχες της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, πατέρας της Γ’ Οικουμενικής που έγινε στην Έφεσο το 431 και καταδίκασε την διδασκαλία του Νεστορίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ο Κύριλλος τιμάται ως άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 9 Ιουνίου, αλλά και στις 18 Ιανουαρίου, μαζί με αυτήν του προκατόχου του Αγίου Αθανασίου. Η Καθολική εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 27 Ιουνίου, ενώ η Λουθηρανική στις 9 Φεβρουαρίου. Το συγγραφικό έργο του Κυρίλλου είναι τεράστιο και είναι δημοσιευμένο από τον αβά J. P. Migne στην Patrologia Graeca από τον τόμο 68 μέχρι και τον τόμο 77 ( PG. Vol. 68, col. 9 - 1449 και vol. 77, col. 1308 ). Μαζί με τα κείμενα του Κυρίλλου δημοσιεύεται και μια επιστολή της Υπατίας προς αυτόν ( PG. Vol. 77, col. 389 ). Το κείμενο της επιστολής είναι στα λατινικά ( δεν σώζεται το ελληνικό πρωτότυπο ) και παρουσιάζει την Υπατία να Υποστηρίζει την αίρεση του Νεστοριανισμού. Επειδή η Υπατία δολοφονήθηκε το 415 ή το 416 και ο Νεστόριος έγινε Πατριάρχης το 428 και η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος που τον καταδίκασε έγινε το 431, είναι προφανέστατο ότι η επιστολή είναι ψευδεπίγραφη.

Β2. Πηγή λατινική.
Flavius Magnus Aurelius Cassiodorus Senator (485 - 585): Είναι Ρωμαίος πολιτικός και συγγραφέας στην υπηρεσία του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδωρίχου του Μεγάλου (454-Ραβένα 526). Η λέξη Senator είναι όνομα και όχι πολιτικό αξίωμα ( γερουσιαστής ). Το έργο του Κασσιόδωρου είναι μια ιστορία των Γότγων σε 12 τόμους υπό τον τίτλο «Historia Tripartita», η οποία έχει χαθεί, σώζεται μόνο μια περίληψή της του έτους 551 από τον Ιορδάνη, ο οποίος πιθανώς να ήταν επίσκοπο Κρότωνος (Καραγιαννόπουλος, όπου παραπάνω, σελίδες: 133, 147, 157 και 161). Μέσα στο έργο του Κασσιόδωρου υπάρχει μια αναφορά στην Υπατία, η οποία είναι η λατινική μετάφραση των όσων αναφέρει ο Σωκράτης ο Σχολαστικός στο έργο του ( δες Σωκράτης ο Σχολαστικός όπου παραπάνω ). Το κείμενο αυτό παρουσιάζεται ως λατινική μετάφραση στον Σωκράτη στην Patrologia Graeca της έκδοσης του J. P. Migne, ο οποίος την έχει συμπεριλάβει και στην έκδοση της Patrologia Latina ( PL, vol. 69, col. 1193 – 1195 ).

Αυτό είναι το σύνολο των πηγών που αναφέρονται στην ζωή της αλεξανδρινής φιλοσόφου, μαθηματικού και αστρονόμου Υπατίας, η οποία υπήρξε παράδειγμα μορφωμένης και χειραφετημένης γυναικός για την εποχή της, αλλά και για την δική μας. Ο τραγικός θάνατός της από τον εξαγριωμένο χριστιανικό όχλο και η κατακρεούργησή της μέσα στο Καισάριον, τον μητροπολιτική ναό της Αλεξάνδρειας, όχι μόνο καθιστούν υπεύθυνο γι’ αυτή την εγκληματική τον Κύριλλο, αλλά και τον στιγματίζουν στον αιώνα τον άπαντα ως «άνθρωπο αποφασισμένο να επιδιώξει τα προσωπικά του μίση αντί να ερευνήσει την αληθινή πίστη του Ιησού Χριστού» όπως επιγραμματικά τον καταγγέλλει ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης (A History of Christianity, Paul Johnson, 1979, Touchstone Publ., σελ. 51. Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδη, σελ. 216-218).

Υπατία η Αλεξανδρινή, το ωράισμα και το κλέος του γυναικείου φύλου, η εσταυρωμένη της επιστήμης και του Ελληνισμού.

Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.




Η Αλεξανδρινή φιλόσοφος, μαθηματικός και αστρονόμος Υπατία ήταν θυγατέρα του μαθηματικού, αστρονόμου και γραμματικού της ύστερης Ελληνιστικής περιόδου Θέωνος (335 περίπου – 405 περίπου), ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας πριν την καταστροφή της, καθώς επίσης και του Μουσείου, του πανεπιστημίου της Αλεξάνδρειας (λεξικό Σούδα, λήμμα Θέων, ).

Η Υπατία υπήρξε αυστηρά ενάρετη στην ζωή της και έλαβε τεράστια μόρφωση, φιλοσοφική και μαθηματική, αρχικά στην Αλεξάνδρεια και στην συνέχεια στην Αθήνα (Σούδα, λήμμα Υπατία παραπάνω).

Μετά τις σπουδές της ανέλαβε στην Αλεξάνδρεια την δημόσια διδασκαλεία της φιλοσοφίας και αποδέχτηκε την φιλοσοφική τήβεννο ως επίσημη αναγνώριση της ιδιότητάς της ως διδασκάλισσας (Σούδα, όπου παραπάνω). Η ενάρετη ζωή της, ο παρθενικός της βίος υπό το φως του νεοπλατωνισμού, η ευρυμάθειά και η πολυμάθεια της την κατέστησαν ένα κόσμημα του γυναικείου φύλου και λαμπρό παράδειγμα για κάθε διανοούμενη γυναίκα ανά τους αιώνες. Υπήρξε η Υπατία μια πραγματική φεμινίστρια σε όλο το μήκος και το εύρος της έννοιας του όρου. Το σπίτι της ήταν τόπος συνάθροισης όλων των πεφωτισμένων και ανεξαρτήτων πνευμάτων της Αλεξανδρείας, αλλά αυτή η μεγάλη και ασυνήθιστη αποδοχή και επιδοκιμασία της αξίας της και η δημιουργία οπαδών παρά το πλευρό της, την οδήγησαν στην οχλοκρατικού χαρακτήρα δολοφονία της από τους «το ομοούσιον φρονούντας» κατά τον αρειανιστή ιστορικό Φιλοστόργιο ( VIII, 9, εν PG. Vol. col. 564B ).

Μολονότι υπήρξε η Υπατία φίλη, διδασκάλισσα και προστατευόμενη του αυγουσταλίου της Αλεξανδρείας Ορέστη, δηλαδή του αυτοκρατορικού επάρχου (prefectus augustalis = αυτοκρατορικός έπαρχος) φονεύθηκε κατά τρόπο απάνθρωπο το Μάρτη του 415, κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, από τον μανιασμένο όχλο των παραβολάνων, των νοσοκόμων που ήταν υπό την διοίκηση του επισκόπου και πάπα Αλεξανδρείας Κυρίλλου. Οι παραβολάνοι καθοδηγούμενοι από έναν κατώτερο κληρικό, τον αναγνώστη Πέτρο οδήγησαν δια της βίας την Υπατία στον ναό που ονομαζόταν Καισάριον, όπου την κατακρεούργησαν με κομμάτια σπασμένων πήλινων αγγείων (οστράκων) έκαψαν τα τεμάχια του νεκρού σώματός της στην περιοχή που ονομαζόταν Κυναρών ( Σωκράτης ο Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλίο VII, κεφάλαιο 15, εν PG, vol. LXVII, col. 768B – 769A. Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και άγιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλίο XIV, κεφάλαιο 16 εν PG, vol. CXLVI, col. 1105C και 1108 A. Φιλοστόργιος, VIII, 9, εν PG. Vol. col.564B).

Η εγκληματική και απαράδεκτη για χριστιανούς πράξη είχε σαν κίνητρο την υποψία που είχαν οι οπαδοί του Κυρίλλου ότι η Υπατία με την επιρροή της στον Ορέστη εμπόδιζε την συνδιαλλαγή του με τον Κύριλλο στην διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ τους, όταν προσπάθησε ο αυτοκρατορικός έπαρχος να σταματήσει τους διωγμούς των Εβραίων που είχε αρχίσει ο Κύριλλος. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, κρίνοντας τις σχετικές με την φρικτή δολοφονία της Υπατίας ιστορικές πηγές, δηλώνει απερίφραστα ότι θεωρεί πως «ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος δεν υπήρξε αμέτοχος της κακουργίας εκείνης» ( Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ, σελίδες 19 και 20, Εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήναι 1969 ).

Δυστυχώς η Εκκλησία της Αλεξανδρείας βαρύνεται, κατά την μακραίωνη ιστορία της, με άδικες διώξεις αθώων. Εκτός από την Υπατία, η Εκκλησία της Αλεξανδρείας είναι υπεύθυνη για την άδικη καταδίωξη και καθαίρεση του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, η οποία έγινε πρωτοστατούντος του επισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου, θείου και προκατόχου του Κυρίλλου. Εξ αιτίας της καθαίρεσης αυτής ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξορίστηκε στα βάθη της Μικράς Ασίας, όπου και πέθανε από τις κακουχίες. Τέλος, κατά τον 19ο αιώνα η Εκκλησία της Αλεξανδρείας κατεδίωξε άδικα τον άγιο Νεκτάριο, ο οποίος ήταν μητροπολίτης Πενταπόλεως της Αιγύπτου. Στην εποχή μας ο πάπας της Ρώμης Ιωάννης – Παύλος Β’ ζήτησε συγγνώμη για «τα λάθη της Καθολικής Εκκλησίας». Άραγε ο πάπας και πατριάρχης Αλεξανδρείας θα ζητήσει ποτέ συγγνώμη για «τα λάθη της δικής του εκκλησίας» και ειδικά για την ανάρμοστη συμπεριφορά της απέναντι στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, την φιλόσοφο Υπατία και τον άγιο Νεκτάριο;

Περί του απίθανου της ανάμειξης του Μιχαήλ Ψελλού στην συνομωσία κατά του Ρωμανού Δ’ Διογένη.

Η συστηματική ανασκευή ανόητων θεωριών συνομωσίας που θέλουν τον Μιχαήλ Ψελλό να πρωταγωνιστεί στην καθαίρεση και την τύφλωση του Ρωμανού Δ΄.


Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.


Η στενή σχέση του Ψελλού με τους Δούκες και η ιδιότητά του ως μοναχού κάνουν μερικούς να σκεφτούν ότι ίσως είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην συνομωσία κατά του Ρωμανού Δ’, την οποία οργάνωσε ο ίδιος εξ αρχής και πιθανώς να ήταν αναμεμειγμένος σε μια ισχυρή απόκρυφη ομάδα - με επαφές αντίστοιχα εσωτερικά ισλαμικά τάγματα - η οποία θεωρούσε πως το Ισλάμ εκπροσωπούσε τον αυθεντικό Μονοθεϊσμό και όχι η διαρκώς επηρεαζόμενη από τον “ειδωλολάτρη” Πάπα Ορθοδοξία. Λένε ότι σ’ αυτή την ιδεολογική τάση ανήκαν και όσοι ξεκίνησαν παλαιότερα την Εικονομαχία, αλλά και όσοι υποστήριξαν αργότερα το περίφημο «καλύτερα τουρκικό σαρίκι, παρά παπική τιάρα στο Βυζάντιο».

Όλα αυτά που αποδίδονται στον Ψελλό από τους ευφάνταστους κατηγόρους του είναι παντελώς ανακριβή.

Καμιά ιστορική πηγή δεν αναφέρει κεντρικό σχεδιασμό της συνομωσίας κατά του Ρωμανού από τον Ψελλό, ο οποίος στην χρονογραφία του για την μάχη του Ματζικιέρτ αναφέρει πολύ λίγα ( δεν ήταν παρόν, ήταν στην ασφάλεια της πρωτεύουσας ) και αποσιωπά την αποστασία του Ιωσήφ Τραχανιώτη και την φυγή του Ανδρονίκου Δούκα ( Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία II, 162 ). Για την καθαίρεση του Ρωμανού Δ’ αναφέρει ότι ο Μιχαήλ Ζ’ Δούκας του ζήτησε την νομική συμβουλή του και αυτός απάντησε ότι δεν πρέπει να γίνει ξανά δεκτός στο παλάτι ο Ρωμανός και ότι πρέπει να καθαιρεθεί και το σχετικό διάταγμα να κοινοποιηθεί σε όλη την επικράτεια ( Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία ΙΙ, 165 ). Τέλος, ο Ψελλός καταδικάζει την τύφλωση του Ρωμανού ( όπου παραπάνω, 171, 24 – 26 ).

Ανακριβής είναι ακόμη η υπόνοια ότι ο Ψελλός ανήκε σε κάποια αποκρυφιστική ομάδα. Ο Ψελλός αποκρυφιστής ήταν, αλλά μέλλος ομάδος δεν μπορούσε να ήταν. Οι αποκρυφιστικές του δοσοληψίες ίσως σχετίζονταν με το περιβάλλον την νεκρής από το 1050 αυτοκράτειρα Ζωή την Πορφυρογέννητη την σύζυγο του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου και το παλατιανό περιβάλλον, αλλά για ύπαρξη οργανωμένης ομάδας είναι απίθανο, δεν υπάρχουν πηγές. Ομοίως απίθανο είναι να ήταν σε επαφή ο Ψελλός ( προσωπικά ή ως μέλος κάποιας κίνησης διανοουμένων ) με κάποιο εσωτερικό ισλαμικό τάγμα, επειδή το Ισλάμ εκπροσωπούσε τον αυθεντικό μονοθεϊσμό. Ο αποκρυφισμός στον μουσουλμανικό κόσμο εισήλθε από την Περσία και είχε υποστεί την επιρροή του Ζωροαστρισμού και του Γνωστικισμού, συστημάτων υπονομευτικών προς τον μονοθεϊσμό και το Ισλάμ ( Δημήτριος Τσαούσης, Αι Μουσουλμανικαί Μυστικαί Εταιρείαι σ. 12 κ. εξ., Ελληνικόν Τυπογραφείον αδελφών Ράλλη, Καλκούτα 1892 ). Κατά την εποχή που εξετάζουμε ( περί το 1071 ) στην Αίγυπτο υπήρχε το κίνημα του Ισμαηλιτισμού, το οποίο όμως ήταν εχθρικό προς τους Σελτζούκους και Μανιχαϊστικού υποβάθρου, επομένως και υπονομευτικό προς τον μονοθεϊσμό ( Τσαούσης, όπου παραπάνω, σ. 54 ). Αλλά και το περιώνυμο τάγμα των Ασσασίνων ξεκίνησε την δράση του γύρω στο 1090 και ήταν εχθρικό προς τους Σελτζούκους Τούρκους. Αρχικά οι Ασσασίνοι στράφηκαν κατά του σουλτάνου Μαλίκ, διαδόχου του Αλπ Αρσλάν ( Τσαούσης, όπου παραπάνω, σ. 72 ). Αλλά και το γεγονός να παρασυρθεί ο ύπατος των φιλοσόφων Μιχαήλ Ψελλός σε τέτοιου είδους συνομωσίες λόγω της αφοσίωσής του στον μονοθεϊσμό είναι απίθανο. Όπως και να το κάνουμε ο ορθόδοξος θεολόγος και μοναχός Μιχαήλ Ψελλός ήταν σφόδρα συμπαθών προς τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Σε μια επιστολή του προς τον πατριάρχη Αντιοχείας ο Ψελλός γράφει : « Ίσως εγώ να είμαι Πλατωνικός, αλλά εσύ είσαι της Ευαγγελικής απλότητας (οπαδός)» ( Ψελλού, Scripta minora, 1, 433, ed. Ed. Kurtz, 1936 ). Και προς τον πατριάρχη Ιωάννη Ξιφιλίνο γράφει ο Ψελλός: «δικός μου ο Πλάτων, αγιότατε και σοφότατε, δικός μου, ω γη και ήλιε» ( Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. 5, σ. 444 ). Όσο για το ότι η Ορθοδοξία επηρεαζόταν από τον ειδωλολάτρη πάπα, αυτό είναι άνω ποταμών, τελείως ιστορικά αστήρικτο. Και οι επτά οικουμενικές σύνοδοι είναι γεννήματα της ελληνικής θεολογικής σκέψης, ειδικά δε η εβδόμη ( Νίκαια 787), που αποφάσισε την αναστήλωση των εικόνων ( την εικαστική περιγραφή του Θείου ) είναι αποκλειστικά γέννημα της ελληνικής Ανατολής και στην Δύση συνάντησε την αντίδραση της συνόδου της Φραγκφούρτης, η οποία συνήλθε υπό την προεδρία του Καρλομάγνου το 794 ( Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Α’ σ. 792, 2η έκδοση, Αθήνα 1994 ). Αλλά ούτε και ο Πάπας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ειδωλολάτρης. Προφανώς ο χαρακτηρισμός αυτός προέρχεται από την εκτεταμένη χρήση στις εκκλησίες των Δυτικών αγαλμάτων. Αυτή η χρήση με την πλαστικότητα των αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών αγαλμάτων γενικεύτηκε στην Δύση με την Αναγέννηση, κατά την οποία Έλληνες λόγιοι, πρόσφυγες από την τουρκοκρατούμενη Ανατολή, διέφυγαν στην Δύση και δίδαξαν την αρχαία ελληνική σοφία, τα γράμματα και τις τέχνες. Άρα παιδί της ελληνικής Ανατολής είναι η εκκλησιαστική αγαλματοποιία με την αρχαιοπρεπή πλαστικότητα της Δυτικής Εκκλησίας. Αλλά εδώ υπάρχει μια μικρή μεν, ουσιώδης δε, λεπτομέρεια. Στην ειδωλολατρικού πλαστικού χαρακτήρα ελληνικής προέλευσης εκκλησιαστική τέχνη της Δύσης υπάρχει και μια ιουδαϊκή καββαλιστική επίδραση. Στην περίφημη Capella Sixtina του Βατικανού η διάταξη των εικόνων και των αγαλμάτων έγινε από τον Μιχαήλ Άγγελο με βάση το καββαλιστικό Shemhamprhorash ( William John Megam, The Sistine Chapel, The Rose Croix Journal, Vol. 3, 2006 ).

Σχετικά με την πιθανή ύπαρξη ιδεολογικής σχέσης των εικονομάχων με τους ανεικονικούς Μουσουλμάνους η απάντηση είναι και εδώ κάθετα αρνητική. Την εικονομαχία την ξεκίνησε ο αυτοκράτωρ Λέων Γ’ ο Ίσαυρος, ο οποίος πολέμησε όσο λίγοι τους Άραβες, είναι λοιπόν αδύνατο να ταυτιστεί ιδεολογικά η θέση του εναντίον των εικόνων με τις δοξασίες του Κορανίου, οι οποίες αποτελούν την θρησκευτική βάση των ασπόνδων εχθρών της αυτοκρατορίας, των Αράβων ( Φειδάς, όπου παραπάνω, σ. 771 ). Τέλος η ύπαρξη φιλομουσουλμανικής ιδεολογικής σχέσης μεταξύ των εικονομάχων του 8ου αιώνα και εκείνων που έλεγαν τον 15ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη: «καλύτερα να δούμε στην καρδιά της Πόλης να βασιλεύει το σαρίκι των τουρκικό παρά σκούφος λατινικός» ( Δούκας, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, 329, 14 – 16, Bonnae 1834 ) είναι παντελώς απίθανη για δύο λόγους: Πρώτον, οι εικονομάχοι δεν ήταν φίλοι των Μουσουλμάνων, όπως ήδη δείξαμε, και δεύτερον, ουδείς εκ των Ελλήνων έλεγε τέτοιες ανοησίες κατά την τελευταία περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Την φράση αυτή την αποδίδει συκοφαντικά ο ιστορικός της άλωσης Δούκας στον μέγα δούκα, διερμηνευτή και «γαμβρόν του βασιλέως» Λουκά τον Νοταρά. Μόνο αυτός φέρεται να την είπε την φράση αυτή, αλλά ουδείς άλλος από τους ιστορικούς της άλωσης το βεβαιώνει. Ο Νοταράς πολέμησε κατά την άλωση και όταν τον συνέλαβε ο σουλτάνος δεν του είπε ότι έκανε προπαγανδιστικό αγώνα υπέρ των Τούρκων, αλλά του απάντησε σε ερώτησή του γιατί πολέμησαν, ότι ούτε αυτός, ούτε και ο βασιλιάς είχαν την δύναμη να παραδώσουν την πόλη ( Δούκας, όπου παραπάνω, 377 κ. εξ. ). Τέλος ο θάνατος του Νοταρά μαζί με τον γιο του και τον γαμπρό του ( Δούκας, όπου παραπάνω, 382 – 385 ) επιβεβαιώνει το ελληνικό του φρόνημα και χαρακτηρίζει τον ιστορικό Δούκα ως εμπαθή και συκοφάντη.

Η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Αβάρους.

Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.




Επειδή οι Πέρσες είχαν έλθει σε πολύ άσχημη θέση μετά τις στρατιωτικές ενέργειες και τις νίκες του αυτοκράτορα Ηρακλείου αποφάσισαν να κάνουν έναν αντιπερισπασμό, αφού λοιπόν ήρθαν σε συνεννόηση με τους Αβάρους έστειλαν το 626 στρατό κατά της Κωνσταντινουπόλεως.

Το πώς έγιναν οι συνεννοήσεις των Περσών με τους Αβάρους προς τους οποίους ο Ηράκλειος είχε συνάψει ειρήνη, μας είναι άγνωστο • ξαφνικά όμως κατά τον Ιούλιον του 626, κι ενώ ο Ηράκλειος πολεμούσε στην Ανατολή, οι Πέρσες υπό τον στρατηγό Σάρβαρο έφθασαν απέναντι από την Κωνσταντινούπολη στην Χαλκηδόνα και συγχρόνως οι Άβαροι με στόλο από μόνοξυλα, τα οποία κατασκεύασαν οι Σλάβοι, κατήλθαν στον Κεράτιο κόλπο. Οι Άβαροι είχαν συμπεριλάβει στο στρατό τους Σλάβους και Βούλγαρους, όπως μας αναφέρει ο Γεώργιος Πισίδης (P G, vol. 92, col. 1005 κ. ε. ) (όρα και Νικηφόρο, σ. 59 και 61, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1994). Ο Ηράκλειος μόλις επληροφορήθει μέσω ταχυδρόμου ή μέσω φρυκτωριών την πολιορκία έστειλε αμέσως μήνυμα προς τους πολιορκημένους να αμυνθούν γενναία και να μην φοβηθούν τίποτα. Και πράγματι ο λαός και ο στρατός της Κωνσταντινουπόλεως και η ηγεσία του, δηλαδή ο συμβασιλεύς Ηράκλειος ο νέος Κωνσταντίνος ( έτσι ήταν το όνομα του και ήταν γιος του Ηρακλείου ) ο πατριάρχης Σέργιος και ο μάγιστρος Βώνος απεδείχθησαν αντάξιοι της εμπιστοσύνης και των προσδοκιών του αυτοκράτορα. Ο χαγάνος (αρχηγός) των Αβάρων διέθετε 80.000 στρατό και πολιορκητικές μηχανές τις οποίες έστρεψε κατά των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινουπόλεως, όπως εξιρτορεί ο Γεώργιος Πισίδης που ήταν παρών κατά την πολιορκία (όρα Γεώργιος Πισίδης, col. 1009, ενθ. ανωτ. και Νικηφόρος ενθ. ανωτ.). Από την πλευρά τους οι Βυζαντινοί διέθεταν 12.000 εξαιρετικό ιππικό και ναυτικό με ελαφρά πλοιάρια (σκαφοκάραβα). Οι Άβαροι δεν μπόρεσαν να μεταφέρουν από την ασιατική όχθη τους Πέρσες • επεδίωξαν μόνο να καταλάβουν τα τείχη γιατί πίστευαν ότι μπορούσαν να επιτύχουν κάτι τέτοιο. Το γεγονός αυτό φαίνεται από τον αλαζονικό τρόπο με τον οποίον απάντησε ο αρχηγός μας σε πρεσβεία που έστειλε ο συμβασιλέας Ηράκλειος ο νέος Κωνσταντίνος προκειμένου να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις τους : ''εξέλθετε ευθέως της Πόλεως, έτερον δε τι φιλάνθρωπον παρ' εμού μη αιτήσητε'' (Analecta Avarica, σελ. 40, εκδ. L. Sernbach, Cracovia,1900) (όρα και Πισίδη, col.1008c και 1012α ενθ. ανωτ.) Η κυρία επίθεση άρχισε στο τέλος του Ιουλίου• αποφασιστική για την έκβαση της πολιορκίας υπήρξε η καταστροφή των σλαβικών μονοξύλων των οποίων τα πληρώματα αντιμετώπισαν το βυζαντινό στόλο και τους βυζαντινούς στρατιώτες που ενέδρευαν στην ξηρά αλλά και την οργή του χαγάνου, ο οποίος μετά την αποτυχία τους διέταξε τη θανάτωση των συμμάχων του Σλάβων, αμέσως μόλις αυτοί έβγαιναν από την θάλασσα, όσοι από αυτούς κατόρθωναν να γλιτώσουν από τα βυθιζόμενα πλοιάριά τους. Η καταστροφή που υπέστησαν οι Άβαροι στη θάλασσα ήταν τόσο μεγάλη που τους ανάγκασε κακήν κακώς να λύσουν την πολιορκία των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινουπόλεως και να φύγουν εσπευσμένα προς τα εδάφη τους (8 Αυγούστου 626) (Θεοφάνης, τ. 1, σ. 487, εκδ. Βόννης 1839 και Πισίδης, col. 1008 και 1009) Μετά την φυγή των συμμάχων τους Αβάρων οι Πέρσες αποχώρησαν από τη Χαλκηδόνα αφού ’’εχείμασαν κουρσεύοντες και πρεδεύοντες’’ κατά τον Θεοφάνη (ενθ. ανωτ.) (Περί της πολιορκία όρα F. Barisič, Le siège de Constantinople

par les Avars et les Slaves en 626, Byzantion, vol. 24, 1954, σ. 371 – 395, ομοίως Νικηφόρος, σ. 59 και 61, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1994. ).

Μετά την νίκη οι κάτοικοι της πόλεως με επικεφαλής τον συμβασιλέα Ηράκλειο τον νέο Κωνσταντίνο, τον πατριάρχη Σέργιο και τον μάγιστρο και πατρίκιο Βώνο τέλεσαν ευχαριστήρια ακολουθία στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών επειδή σε αυτή ακριβώς την περιοχή των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως, στο προτείχισμα των Βλαχερνών που ονομάζεται Πτερόν, είχε εκδηλωθεί η επίθεση των Αβάρων που αποκρούστηκε ( Νικηφόρου Ιστορία, ένθα ανωτέρω ). Προς το γεγονός τούτο έχει συνδεθεί από την εκκλησιαστική παράδοση η μολπή του περίλαμπρου Ακαθίστου Ύμνου, ο οποίος μας έχει παραδοθεί ανωνύμως, αλλά η σύγχρονη ιστορική έρευνα των αποδίδει με βεβαιότητα στον Πατριάρχη Σέργιο ( όρα Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Τόμος Β1, σσ. 24 - 25,έκδοση Αθήναι 1981).

Σύντομη ιστορία του Βυζαντινού Κράτους μεταξύ των ετών 1025 – 1068.

Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.




Ι. Τα γεγονότα από τον θάνατο του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου μέχρι τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ι΄ του Δούκα.

Πεθαίνοντας ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος το 1025 άφησε ένα κράτος ισχυρό με τους εξωτερικούς του εχθρούς εξουθενωμένους και την εσωτερική αντιπολίτευση των μεγαλογαιοκτημόνων και της εκκλησίας υποταγμένη στην στιβαρή αυτοκρατορική εξουσία.. Δυστυχώς για την αυτοκρατορία τον νικητή και τροπαιούχο Βασίλειο Β’ διαδέχτηκε μια σειρά ανικάνων αυτοκρατόρων, η οποία μέσα σε 46 χρόνια οδήγησε την χώρα στο ατιμωτικό στρατιωτικό ατύχημα του Μαντζικιέρτ. Μόλις έλειψε η ισχυρή προσωπικότητα του Βουλγαροκτόνου, οι μεγαλογαιοκτήμονες , πολλοί από τους οποίους ήταν κάτοχοι ανωτάτων κρατικών αξιωμάτων , κινητοποιήθηκαν για να καταστήσουν υποχείριά τους την κεντρική εξουσία και να ικανοποιήσουν τα αντιλαϊκά τους συμφέροντα αδιαφορώντας για την οικονομική ευεξία, την κοινωνική ισορροπία, την πολιτική σταθερότητα και την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας.

Υπό την πίεση των πλουσίων καταργείται το «αλληλέγγυον» που είχε θεσπίσει ο Βουλγαροκτόνος και στο οποίο ήταν αντίθετοι οι μεγαλογαιοκτήμονες και η εκκλησία. Το αλληλέγγυον ήταν ένα νομοθετικό μέτρο που ανάγκαζε τους πλουσίους (ισχυρούς) να πληρώνουν τους φόρους των φτωχών (ταπεινών) στρατιωτών που φονεύονταν στη μάχη. Σκοπός του μέτρου αυτού ήταν να μην εξοντώνονται οικονομικά οι οικογένειες των νεκρών στρατιωτών . Στο μέτρο αυτό εναντιώθηκε εκτός της πλουτοκρατίας και η Εκκλησία, η οποία λόγω της τεράστιας περιουσίας της μετείχε αναγκαστικά στην συνδρομή για την κάλυψη των δαπανών του «αλληλέγγυου» ( Ιωαν. Σκυλίτζης 347.76 κ. ε., Ιωαν. Ζωναράς ΙΙΙ. 561.1 κ. ε. , Ιωαν. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος Β’, σ. 455 – 456, Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1981 ).

Με την κατάργηση του αλληλέγγυου άρχισαν να εξουθενώνονται οι μικρογαιοκτήμονες, και να ελαττώνονται οι αγροτικοί πληθυσμοί.

Το κράτος, προκειμένου να εξοικονομήσει πόρους για τα έξοδα της αυτοκρατορικής αυλής , έκανε περικοπές των στρατιωτικών δαπανών με αποτέλεσμα την εξασθένηση των γηγενών ενόπλων δυνάμεων της αυτοκρατορίας και την αύξηση της ανάγκης για στρατολογία αλλοεθνών μισθοφόρων.

Τον Βασίλειο Β’ διαδέχτηκε στην εξουσία ο αδελφός του και συμβασιλεύς Κωνσταντίνος Η’ ( 1025 – 1028 ). Ο νέος αυτοκράτορας δεν είχε αρσενικά παιδιά, είχε τρεις θυγατέρες από τον γάμο του με την κόρη του πατρικίου Αλυπίου Ελένη, την Ευδοκία που σε νεαρή είχε αρρωστήσει από ευλογιά και πολύ νωρίς ασπάστηκε τον μοναχισμό, την Ζωή και την Θεοδώρα. Από τις πρώτες ενέργειες του νέου αυτοκράτορα ήταν η σταδιακή απομάκρυνση από τις διάφορες κρατικές θέσεις των ικανών συνεργατών του Βασιλείου Β’ και η αντικατάστασή τους από ανικάνους και ραδιούργους που κατάντησαν την δημόσια διοίκηση αναξιόπιστη και αναποτελεσματική. Ο Κωνσταντίνος Η’ στα τρία χρόνια που βασίλευσε υπήρξε ανάλγητος και ασυγκίνητος στις ανάγκες του λαού τον οποίο εξαθλίωσε οικονομικά απαγορεύοντας κάθε οικονομική διευκόλυνση και εισπράττοντας αναδρομικά φόρους τους οποίους είχε καταργήσει ο Βασίλειος Β’. Η τελευταία πράξη του ανικάνου και αντιλαϊκού Κωνσταντίνου Η’ υπήρξε η εκλογή ως συζύγου της θυγατέρας του Ζωής ( 50 ετών τότε ) και επομένως και ως διαδόχου του στον θρόνο του Ρωμανού Αργυρού, άνδρα μορφωμένου και από μεγάλη οικογένεια, αλλά χωρίς στρατιωτικές ικανότητες , ανίκανου και. επιπόλαιου.

Ο Ρωμανός Γ’ Αργυρός ( 1028 – 1034 ) μόλις ανέβηκε στον θρόνο κατάργησε το «αλληλέγγυον» και επέβαλλε επαχθείς φόρους για να έχει χρήματα για νέες οικοδομές , επειδή ονειρευόταν τον εαυτό του ως νέο Σολομώντα ή Ιουστινιανό. Η κατάργηση του «αλληλεγγύου» είχε ως αποτέλεσμα την εξαθλίωση του λαού και την αριθμητικοί μείωση του στρατού επειδή η αρπακτικότητα των πλουσίων άρχισε να ελαττώνει των αριθμό των «στρατιωτών», των μικροκαλλιεργητών που κατείχαν κομμάτια γης με παράλληλη υποχρέωση να υπηρετούν στο στρατό όταν τους καλούσαν οι πολεμικές ανάγκες του κράτους. Η φοροεισπρακτική μανία των ισχυρών εξαφάνιζε τους γεωργικούς κλήρους των «στρατιωτών» και μαζί μ’ αυτούς την υποχρέωση να υπηρετούν στρατιωτικά όταν τους καλούσαν. Ο Ρωμανός Γ’ διέπραξε και άλλο ένα ατόπημα που του στοίχησε την ζωή και τον θρόνο. Άρχισε να παραμελεί την αυτοκράτειρα Ζωή και αυτή τα έφτιαξε με τον με τον αυλικό Μιχαήλ, αδελφό του ευνούχου Ιωάννη του Ορφανοτρόφου, ο οποίος τον είχε εισάγει για τον σκοπό αυτόν στο περιβάλλον της Ζωής. Το ειδύλλιο της Ζωής και του Μιχαήλ νομιμοποιήθηκε όταν ο Ρωμανός Γ’ «αρρώστησε» ξαφνικά και σε λίγο πέθανε, τον βρήκαν να ψυχορραγεί στο αυτοκρατορικό λουτρό στις 11 Απριλίου 1034. Η αναγόρευση του Μιχαήλ ως αυτοκράτορα και ο γάμος του με την Ζωή έγιναν από τον πατριάρχη Αλέξιο πριν την κηδεία του νεκρού Ρωμανού Γ’ και αφού ο πατριάρχης έλαβε ως δώρο από την αυτοκράτειρα Ζωή, που τότε ήταν 54 ετών, πενήντα λίτρες χρυσού.

Ο Μιχαήλ Δ’ μόλις ανέβηκε στον θρόνο άρχισε να παραμελεί την Ζωή, την οποία έθεσε υπό αυστηρή παρακολούθηση φοβούμενος μήπως και αυτός έχει την τύχη του προκατόχου του. Στις προθέσεις του νέου αυτοκράτορα ήταν να ασχοληθεί με τα στρατιωτικά, αλλά μια σοβαρή και ανίατη ασθένεια που τον προσέβαλλε του αφαίρεσε την δυνατότητα να κάνει κάτι το αξιόλογο. Την διακυβέρνηση της χώρας ασκούσε ο αδελφός του Ιωάννης, ο οποίος έφερε το αξίωμα του Ορφανοτρόφου, και ως μοναδικό σκοπό είχε το προσωπικό οικονομικό όφελος. Εκτός από διεφθαρμένος ο Ιωάννης Ορφανοτρόφος υπήρξε και αψυχολόγητος ως προς την συμπεριφορά του απέναντι στους υποτελείς

στο Βυζάντιο λαούς, όπως οι Βούλγαροι τους οποίους εξανάγκασε με την ανόητη πολιτική του να επαναστατήσουν. Οι Βούλγαροι νικήθηκαν από τον αυτοκρατορικό στρατό τον οποίο ακολούθησε στην εκστρατεία και ο σοβαρά ασθενής Μιχαήλ Δ’, ο οποίος όταν κατά την επιστροφή του κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του, ζήτησε από την αυτοκράτειρα Ζωή να υιοθετήσει τον ανεψιό του Μιχαήλ Καλαφάτη προκειμένου να τον διαδεχτεί στον θρόνο. Η Ζωή έκανε την υιοθεσία και απένειμε στον Μιχαήλ Καλαφάτη τον τίτλο του καίσαρα. Ήσυχος πια ο Μιχαήλ Δ’ για την διαδοχή του από τον ανεψιό του πέθανε το βράδυ της 10ης Δεκεμβρίου 1041 στην μονή των Αγίων Αναργύρων.

Ο νέος αυτοκράτορας Μιχαήλ Ε’ ο Καλαφάτης βασίλεψε μόνο τέσσερις μήνες και οι μόνες αξιόλογες πράξεις του ήταν η καταδίκη σε εξορία του θείου του Ιωάννη του Ορφανοτρόφου και η σύλληψη την νύχτα 18 προς 19 Απριλίου 1042 της αυτοκράτειρας Ζωής με την κατηγορία ότι σχεδίαζε να τον δηλητηριάσει. Η αυτοκράτειρα Ζωή ήταν πορφυρογέννητη, είχε γεννηθεί όταν ο πατέρας της Ιωάννης Η’ ήταν ήδη αυτοκράτορας, αυτή και η αδελφή της ήταν οι τελευταίες από τον ένδοξο οίκο των Μακεδόνων που ίδρυσε ο Βασίλειος Α’ ο Μακεδών και λάμπρυνε με τα πολεμικά του κατορθώματα ο θείος τους Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος. Ο λαός αγαπούσε και σεβόταν «τας Μάννας του», όπως τις αποκαλούσαν όλοι. Οι δύο αυτές γηραιές δέσποινες ήταν οι τελευταίοι απόγονοι του οίκου των Μακεδόνων. Όλα αυτά, όμως, τα αγνόησε ο άθλιος Καλαφάτης και με περισσή βιαιότητα συνέλαβε την πορφυρογέννητη Ζωή και την φυλάκισε στην Πριγκιπόννησο. Η σύγκλητος και κάποιοι από τους ηγέτες του δήμου δέχτηκαν τις εξηγήσεις του αυτοκράτορα, ο οποίος ανάγγειλε στο λαό με διάγγελμα την καθαίρεση της Ζωής. Και τότε ξέσπασε η θύελλα. Η αντίδραση του πλήθους υπήρξε εκρηκτική. Οι λαϊκές μάζες διέλυσαν την αυτοκρατορική φρουρά και κατέλαβαν το «ιερό παλάτιο». Περίτρομος ο ουτιδανός Καλαφάτης κατέφυγε στην Μονή Στουδίου. Άλλες λαϊκές μάζες έφεραν την Θεοδώρα, την αδελφή της Ζωής στην Αγία Σοφία και την ανακήρυξαν αυτοκράτειρα και στην συνέχεια την επεφήμησαν μαζί με την Ζωή, την οποία ο Μιχαήλ Ε’, σε μια τελευταία προσπάθεια κατευνασμού του λαού, την είχε ανακαλέσει από την εξορία.

Με διαταγή της Θεοδώρας και της Ζωής συνέλαβαν τον Μιχαήλ, τον διαπόμπευσαν και τον τύφλωσαν. Έτσι έληξε η βασιλεία του Μιχαήλ Δ’.

Ο λαός με την εξέγερσή του είχε αποκαταστήσει στην εξουσία τις δυο γηραιές κυρίες, του οίκου των Μακεδόνων, αλλά υπήρχε ανάγκη και κάποιου ικανού άνδρα για να κυβερνάει, έτσι άρχισε η προσπάθεια να βρεθεί κάποιος κατάλληλος για σύζυγος της Ζωής και αυτοκράτορας. Η Ζωή τότε ήταν 62 ετών, Το κατάλληλο πρόσωπο ήταν ο Κωνσταντίνος Μονομάχος, γόνος μιας από τις πλέον επιφανείς οικογένειες της Κωνσταντινούπολης και εξ αγχιστείας συγγενής του Ρωμανού Γ’ του Αργυρού.

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου ( 1042 – 1055 ) συνέβησαν πολλά και αξιόλογα γεγονότα, μόνο που ο αυτοκράτωρ δεν ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για να τα διαχειριστεί με επιτυχία. Ο αυτοκράτορας ήταν ένας γοητευτικός καλοστεκούμενος άνδρας μιας κάποιας ηλικίας, γλεντζές, με αριστοκρατικούς τρόπους, που το μόνο για το οποίο ενδιαφερόταν ήταν οι ηδονές. Πίστευε πως η άνοδος του στο θρόνο ήταν το επιστέγασμα της σταδιοδρομίας του και ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει από εδώ και πέρα ήταν να χαρεί τα όσα του προσέφερε η ζωή του αυτοκράτορα. Προκειμένου να ανταπεξέλθει στα όλο και αυξανόμενα, από τα καμώματα του, έξοδα του παλατιού άρχισε να αυξάνει τους ήδη από την εποχή των προκατόχων του αυξημένους φόρους και να ελαττώνει τις στρατιωτικές δαπάνες ( σας θυμίζει κάποια σημερινή χώρα με την κυβέρνησή; ). Η κακή αυτή διακυβέρνηση έγινε αιτία να ξεσπάσουν στρατιωτικά κινήματα, αλλά και ολόκληρη η πολιτική ζωή να εκδηλώνεται σαν μια άρρωστη κατάσταση μέσα σε ένα περιβάλλον ραδιουργιών, από τις οποίες, δυστυχώς, δεν απουσίαζε ο πνευματικός κόσμος της αυτοκρατορίας. Οι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής εκείνης, επειδή είχαν εμπλακεί στην άσκηση της εξουσίας, είχαν διαφθαρεί κατά τρόπο κραυγαλέα σκανδαλώδη. Κλασικό παράδειγμα ο σοφός μοναχός, ιστορικός, φιλόσοφος, θεολόγος, αποκρυφιστής και πολιτικός Μιχαήλ Ψελλός,, η προσωπικότητα του οποίου είναι τόσο αντιφατική και αλλοπρόσαλλη, ώστε να είναι χαρακτηριστική για την ηθική κρίση που διέκρινε την εποχή εκείνη.

Κατά την περίοδο της βασιλείας του μονομάχου έχουμε την εκδήλωση στρατιωτικών κινημάτων, όπως η επανάσταση του Γεωργίου Μανιάκη ( 1042 ), η οποία κατέρρευσε όταν φονεύθηκε ο αρχηγός της στη μάχη του Οστρόβου ( 1043 ). Συγχρόνως με τα γεγονότα του Μανιάκη έλαβε χώρα και η αποστασία επανάσταση της Κύπρου υπό τον στρατηγό Θεόφιλο Ερωτικό. Το κίνημα αυτό το κατέστειλε εύκολα ο ναύαρχος Κωνσταντίνος Χαζέ. Το 1047 εκδηλώθηκε η αποστασία του στρατηγού Λέοντα Τορνίκη, ο οποίος πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, αλλά λόγω αναποφασιστικότητας χρονοτρίβησε και όταν τα χρήματά του άρχισαν να λιγοστεύουν το στράτευμα άρχισε να διαλύεται. Τελικά ο Τορνίκης νικήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και τυφλώθηκε.

Στις μέρες του Κωνσταντίνου Θ’ ( 1042 ) αποσπάστηκε οριστικά από την αυτοκρατορία το σερβικό κράτος της Ζέτα ( η αρχαία Διόκλεια ) υπό την ηγεσία του Στεφάνου Βοϊσλάβου.

Υπήρξε όμως και μία προσάρτηση εδαφών στην αυτοκρατορία επί Μονομάχου, μόνο που οφειλόταν σε συνθήκη της εποχής του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου. Επί Βασιλείου Β’ ο άρχων του αρμενικού κράτους του Ανίου Ιωβανεσίκης του παρέδωσε την χώρα . Σε αντάλλαγμα ο Βασίλειος Β’ ονόμασε μάγιστρο τον Ιωβανεσίκη και τον διόρισε ισόβιο κυβερνήτη του Ανίου και της Μεγάλης Αρμενίας, αλλά με την προϋπόθεση ότι τα εδάφη αυτά θα υπαχθούν ολοκληρωτικά στην αυτοκρατορία μετά τον θάνατο του Ιωβανεσίκη. Έτσι όταν πέθανε ο μάγιστρος Ιωβανεσίκης και μετά από κάποιες μικροαντιρρήσεις ο γιος του Κακίκιος παρέδωσε τις χώρες αυτές στους Βυζαντινούς και έλαβε σαν αντάλλαγμα τον τίτλο του μαγίστρου και μεγάλα κτήματα στην Καππαδοκία, όπου έζησε πλούσιος και ευτυχισμένος.

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ’ έχουμε και την τελευταία επιδρομή των Ρώσων κατά της Κωνσταντινούπολης ( 1043 ), η οποία αποκρούεται με το υγρό πυρ.

Το 1045 και 1046 αρχίζουν οι Σελτζούκοι Τούρκοι επιθέσεις κατά των Βυζαντινών, αλλά αποκρούονται με ανορθόδοξο πόλεμο εκ μέρους του αυτοκρατορικού στρατού ( αιφνιδιαστικές επιθέσεις σε διάφορα απομονωμένα στρατιωτικά τμήματα και νυκτομαχίες ).

Λίγο αργότερα ( 1048 ) κάνουν επίθεση από Βορρά οι Πετσενέγκοι και σε πρώτη φάση το Βυζάντιο τους νικά . αλλά στην συνέχεια κάποιοι από αυτούς αιχμάλωτοι που τους είχαν εγκαταστήσει στην Βιθυνία στασιάζουν και ενώνονται με ομοεθνείς τους προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στον αυτοκρατορικό στρατό. Τελικά η βυζαντινή κυβέρνηση συνθηκολόγησε δίνοντας χρήματα, γαίες και αυλικούς τίτλους στους αρχηγούς των Πετσενέγκων.

Στην βυζαντινή Ιταλία αρχίζουν επιθέσεις οι Νορμανδοί και πιέζουν σοβαρά τους Βυζαντινούς. Το 1053 οι Νορμανδοί νικούν και τον στρατό που ο Πάπας Λέων Θ’ είχε στρατολογήσει στην Γερμανία και συλλαμβάνουν τον ίδιο αιχμάλωτο. Τα πράγματα χειροτερεύουν ακόμα περισσότερο τον επόμενο χρόνο ( 1054 ) όταν γίνεται το εκκλησιαστικό σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Το σχίσμα ήταν το τελευταίο σημαντικό γεγονός της βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου, ο οποίος πέθανε στις 11 Ιανουαρίου του 1055. Η κακοδιοίκηση των 13 χρόνων της βασιλείας του Μονομάχου άφησε βαθειά τα σημάδια της στην μετέπειτα ζωή του κράτους.

Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θ’ βασίλεψε μόνη της η Θεοδώρα για λίγους μήνες ( 1055 – 1056 ). Η Ζωή είχε ήδη πεθάνει από το 1050. Η Θεοδώρα πεθαίνοντας και αυτή όρισε διάδοχο τον Μιχαήλ τον Στρατιωτικό ( είχε διατελέσει λογοθέτης του Στρατιωτικού απ’ όπου έλαβε και την προσωνυμία «Στρατιωτικός».

Ο Μιχαήλ ΣΤ’ ο Στρατιωτικός ( 1056 – 1057 ) συνέχισε επάξια την μακρά παράδοση ανικάνων αυτοκρατόρων και γι’ αυτό οι στρατιωτικοί στασίασαν και ανέβασαν στον θρόνο τον Ισαάκιο Κομνηνό ( 1057 – 1059 ).

Ο αυτοκράτορας Ισαάκιος ο Κομνηνός ήταν γόνος της μεγάλης οικογένειας των Κομνηνών από την κωμόπολη Κόμνη της Θράκης. Μοναδική πρόθεση του νέου αυτοκράτορα ήταν η ανόρθωση του κράτους σε κάθε τομέα, αλλά προσέκρουσε στην αντίδραση των ισχυρών που πλήττονταν από τα μέτρα που έλαβε. Οι αντιδράσεις που συνάντησε στην ενάσκηση της εξουσίας του από τους ισχυρούς και κάποιες στρατιωτικές ατυχίες και ένας τραυματισμός στο κυνήγι δημιούργησαν στον Ισαάκιο το αίσθημα της ψυχικής κόπωσης που τον οδήγησε σε παραίτηση τον Δεκέμβριο του 1059, αφού προηγουμένως όρισε ως διάδοχό του τον φίλο του Κωνσταντίνο Δούκα.

Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ι’ ο Δούκας ( 1059 – 1067 ) δυστυχώς δεν ακολούθησε την ανορθωτική πολιτική του Ισαακίου Κομνηνού, αλλά συνέχισε την παρακμιακή και διεφθαρμένη διακυβέρνηση όλων όσων προηγήθηκαν του Κομνηνού. Θέλοντας να αποκτήσει πολιτικά ερείσματα επανέφερε όσους είχε απομακρύνει ο Κομνηνός, μοίρασε πολλά αξιώματα ( τιμήσεις ) και γενικώς υποσχέθηκε πολλά σε πολλούς.

Για να ανταπεξέλθει στις οικονομικές ανάγκες του κράτους άρχισε να πουλάει τα κρατικά αξιώματα και να μειώνει τις στρατιωτικές δαπάνες. Η θέση των πολιτικών υπαλλήλων έγινε πολύ καλλίτερη από την θέση των στρατιωτικών με αποτέλεσμα πολλοί στρατιωτικοί να φεύγουν από τον στρατό για να αναζητήσουν θέσεις δημοσίων υπαλλήλων.

Η αμυντική ικανότητα του κράτους περιορίστηκε και οι εξωτερικοί εχθροί επωφελήθηκαν για να αρχίσουν επιθέσεις κατά της αυτοκρατορίας.

Το 1061 οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Βρινδήσιο, το 1064 οι Ούγγροι το Βελιγράδι. Οι Πετσενέγκοι και οι Ούζοι άρχισαν επιδρομές συντρίβοντας την βυζαντινή αντίσταση και λεηλατώντας την χώρα. Στην Ανατολή οι Σελτζούκοι Τούρκοι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατέλυσαν την αραβική κυριαρχία στην Περσία, κατέλαβαν την Βαγδάτη και κυριάρχησαν στο μουσουλμανικό τμήμα της Μικράς Ασίας. Στην συνέχεια ήρθε η σειρά των περιοχών της βυζαντινής κυριαρχίας. Κατάστρεψαν την Ιβηρία και κατέλαβαν το Άνιον ( 1064 ), αυτό που είχε προσαρτηθεί επί Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου μετά από συνθήκη που είχε συνάψει ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος. Μετά το Άνιον εισέβαλαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι στην Μεσοποταμία, στη Χαλδαία, Μελιτηνή, Κολώνεια, Ευφρατησία, Βαασπρακάν και στο θέμα των Αρμενιανών ( όλα αυτά ήταν βυζαντινές επαρχίες ).

Οι συνέπειες αυτών των γεγονότων ήταν μεγάλες επειδή οι καταστροφές που προέκυπταν αύξαναν τα έξοδα και τις δαπάνες του κράτους. Είναι αποδεδειγμένο ιστορικά, όπου εφαρμόστηκαν περικοπές στρατιωτικών δαπανών σε βάρος των αμυντικών αναγκών μιας χώρας, στην οποία υπήρχε κίνδυνος από εξωτερικούς εχθρούς, προκειμένου να βελτιωθούν τα οικονομικά του κράτους, το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφεί η χώρα στρατιωτικά και τα οικονομικά της να επιδεινωθούν. Στην Ρώμη και στο Βυζάντιο η αντιλαϊκή πολιτική και η βουλιμία των ισχυρών έφεραν τον οικονομικό μαρασμό, τα αντιλαϊκά μέτρα, τις περικοπές αμυντικών δαπανών και τέλος τους βαρβάρους εντός των πυλών και όλα αυτά χωρίς να φανεί η παραμικρή οικονομική βελτίωση. Οι βουλιμία των πλουσίων πνίγει τα κράτη χωρίς η αντιλαϊκή πολιτική και η ελάττωση της αμυντικής ικανότητας να μπορεί να τα αναζωογονεί.

Ο Κωνσταντίνος Ι’ ο Δούκας υπέπεσε και σε άλλο ένα ατόπημα, αυτή την φορά σε βάρος της δικαιοσύνης. Προκειμένου να προσποριστεί χρήματα, διέστρεφε δίκες και καταδίκαζε αθώους σε δημεύσεις και μεγάλα πρόστιμα.

Η οικονομική ύφεση, οι κρατικές αδικίες και η αδυναμία υπεράσπισης των πατρίων εδαφών από τις παραμελημένες στρατιωτικές, προκάλεσαν την αγανάκτηση του λαού εναντίον του αυτοκράτορα και του κρατικού μηχανισμού και οδήγησαν στην βαθμιαία στην ψυχική αποξένωση των επαρχιών από το κέντρο, γεγονός που προκάλεσε, κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, την ταχεία κατάρρευση της βυζαντινής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία .

Έτσι είχε η κατάσταση στην αυτοκρατορία, όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας ( Μάιος 1067 ) αφού ασθένησε για αρκετούς μήνες. Τα τρία παιδιά του επιτροπευόντουσαν από την μητέρα του Ευδοκία την Μακρεμβολίτισσα επειδή ήταν ανήλικα. Κατά την άσκηση της εξουσίας από την Ευδοκία η επιθετικότητα των Σελτζούκων Τούρκων αυξήθηκε κατακόρυφα με την λεηλασία της Καισάρειας και των περιοχών γύρω από την Αντιόχεια. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής ήταν αναγκαία η παρουσία ενός ικανού άνδρα στην κορυφή του κράτους. Έτσι επιλέχτηκε για αυτοκράτορας ο στρατηγός Ρωμανός ο Διογένης, ο οποίος για να νομιμοποιήσει την εξουσία του νυμφεύθηκε την χήρα του Κωνσταντίνου Ι’ την Ευδοκία.

( Βιβλιογραφία:

Κωνσταντίνου Ι. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, σ. 179 – 218, Έκδοση ΟΕΔΒ, Αθήναι 1977.

Διονυσίου Α. Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία 324 – 1071, σ. 462 – 519, Αθήναι 1977.

Ιωάννου Ε. Καραγιαννοπούλου, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τόμος Β’, σελίδες 481 – 563, Εκδοτικός οίκος Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1981.

Γιάννης Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, τόμος Β’, σελίδες 101 – 122, Εκδοτική Ερμής, Αθήνα1985.

Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Β’2 867 – 1081, σ, 194 – 253, Αθήναι 1988 ).



ΙΙ. Η επιτροπεία της Ευδοκίας ( Μάιος 1067 – 1η Ιανουαρίου 1068 ) και η μυθιστορηματική επιλογή του Ρωμανού Διογένη ως αυτοκράτορα.

Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα η χήρα του αυτοκράτειρα Ευδοκία άσκησε την εξουσία ως επίτροπος των τριών ανηλίκων τέκνων τους, Μιχαήλ, Ανδρονίκου και Κωνσταντίνου. Την πραγματική διαχείριση της εξουσίας είχε ο Μιχαήλ Ψελλός και ο καίσαρ Ιωάννης Δούκας, αδελφός του νεκρού αυτοκράτορα. Τους δύο αυτούς κατ’ ουσία κυβερνήτες στήριζε ως έμπιστος σύμβουλος ο πατριάρχης Ιωάννης Ξιφιλίνος ( Μιχαήλ Ψελλός 2, 154 κ. εξ. ).

Η ομάδα των τριών αυτών διαχειριστών της εξουσίας συνέχισε την αντιστρατιωτική πολιτική του Κωνσταντίνου Ι’ και αδιαφόρησε για τις κινήσεις των εξωτερικών εχθρών του κράτους. Στον τομέα της οικονομίας η κατάσταση ήταν απελπιστική. Οι σπατάλες είχαν εξαντλήσει τα οικονομικά του κράτους. Ο στρατός είχε περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό, η πειθαρχία και το φρόνημά του είχαν καταπέσει και η μαχητική του ικανότητα είχε σχεδόν εκμηδενιστεί. Το αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής ήταν οι εχθροί να εισέρχονται άφοβα στα εδάφη της αυτοκρατορίας και να καταστρέφουν και να λεηλατούν τα πάντα ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ, 683. 3 ).

Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, τους οποίους η αδυναμία του βυζαντινού κράτους αποθράσυνε, άρχισαν τις επιδρομές. Αρχική νίκησαν τον βυζαντινό στρατό στην Μελιτηνή και στη συνέχεια προήλασαν μέχρι την Καισάρεια την οποία λεηλάτησαν, στη συνέχεια κατάστρεψαν την Κιλικία και τέλος, αφού ενώθηκαν με Άραβες στην περιοχή του Χαλεπίου, λεηλάτησαν και κατάστρεψαν την περιοχή προς την κατεύθυνση της Αντιόχειας ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 93, 5 κ. εξ. ).

Μπροστά σ’ αυτό τον κίνδυνο οι τρείς άθλιοι διαχειριστές τις εξουσίας διέπραξαν ένα άνευ προηγουμένου ατόπημα. Συγκρότησαν ένα ισχυρό στρατό από έμπειρους πολεμιστές, αλλά δεν του παραχώρησαν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για την εκστρατεία. Τα χρήματα που καταβλήθηκαν ήταν ελάχιστα μπροστά σε όσα ήταν αναγκαία για τον επισιτισμό του στρατού ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 95, 17 ). Τότε και οι στρατιώτες, αφού έλαβαν τα ελάχιστα αυτά χρήματα, δήλωσαν ότι το κράτος τους οφείλει πολλά περισσότερα και διαμαρτυρόμενοι εγκατέλειψαν τα στρατόπεδα και επέστρεψαν στα σπίτια τους ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 95, 21 ).

Μη μπορώντας οι ανίκανοι και πονηροί πολιτικοί, Ψελλός, Ιωάννης Δούκας και ο μυστικοσύμβουλός τους πατριάρχης Ιωάννης Ξιφιλίνος, να επιστρατεύσουν παλαιμάχους, επειδή ζητούσαν τα χρήματα που τους χρωστούσαν ήδη από προηγούμενες υπηρεσίες που κατ’ επανάληψη είχαν προσφέρει στο κράτος , διέπραξαν άλλο ένα ατόπημα μεγαλύτερο από το πρώτο, επιστράτευσαν νέους και απόλεμους στρατιώτες, στους οποίους το κράτος δεν χρωστούσε μεν χρήματα, αλλά ήταν τελείως ακατάλληλοι για πόλεμο. Αυτό λοιπόν τον απειροπόλεμο συρφετό τον έστειλαν ως στρατιωτική βοήθεια στον δούκα ( στρατιωτικό διοικητή ) της Αντιόχειας μάγιστρο Νικηφόρο Βοτανειάτη ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 96, 2 ). Το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν καταστροφικό. Οι απειροπόλεμοι και κακώς οπλισμένοι στρατιώτες αφού υπέστησαν αθεράπευτες ( αδιόρθωτες ) καταστροφές γύρισαν άδοξα στα σπίτια τους. Μετά απ’ αυτό ο Νικηφόρος Βοτανειάτης προσπάθησε μόνο με τις δικές του δυνάμεις να αντιμετωπίσει τις εχθρικές εφόδους, μέχρι που έπεσε στη δυσμένεια των διαχειριστών της εξουσίας και αντικαταστάθηκε ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 96, 15 κ. εξ. ).

Το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών της ομάδας των τριών αθλίων διαχειριστών της εξουσίας ( Μιχαήλ Ψελλού, καίσαρα Ιωάννη Δούκα και πατριάρχη Ιωάννη Ξιφιλίνου ) τα πλήρωσε ο λαός των επαρχιών που υπέφερε από τις επιδρομές των βαρβάρων τα πάνδεινα ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 96, 1 και 11. Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ, 683, 3 κ. εξ. ).

Οι καταστροφές αυτές και οι αποτυχίες έκαναν την εκλογή νέου αυτοκράτορα απαραίτητη. Όλων οι προτιμήσεις στρέφονταν προς τον τέως δούκα Αντιοχείας μάγιστρο Νικηφόρο Βοτανειάτη ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 96, 15 κ. εξ. ), αλλά ένα γεγονός που μεσολάβησε άλλαξε την πορεία των εξελίξεων.



Κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος Ι’ ο Δούκας, στην Σαρδική, την σημερινή Σόφια, δούκας, δηλαδή στρατιωτικός διοικητής, ήταν ο στρατηγός Ρωμανός Διογένης. Σαν στρατιωτικός ο Ρωμανός ήταν ικανότατος και το κύρος του στους στρατιωτικούς κύκλους ήταν μεγάλο λόγω των επανειλημμένων επιτυχιών του στην απόκρουση των εχθρικών επιδρομών.

Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ι’ ο Ρωμανός, βλέποντας ότι η αδυναμία του κράτους οφειλόταν στην ηγεσία, προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία προκειμένου να απαλλάξει το κράτος από την ανίκανη ηγεσία. Το εγχείρημα όμως αυτό προδόθηκε από έναν συνεργάτη του Ρωμανού αρμενικής καταγωγής στον οποίο εμπιστεύτηκε τα σχέδιά του ο Ρωμανός. Στο δικαστήριο, που παραπέμφθηκε για να δικαστεί για ό,τι αποτόλμησε, ο Ρωμανός παραδέχτηκε την ενοχή του χωρίς δικαιολογίες , καταδικάστηκε σε θάνατο και εξορίστηκε ( Σημ. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης ήταν μέλος του δικαστηρίου που καταδίκασε τον Ρωμανό, Δες Μιχ. Ατταλειάτης 98, 18 ). Οι μεγάλες υπηρεσίες που είχε προσφέρει προς το κράτος ο Ρωμανός , η καλή του φήμη και το γεγονός ότι θέλησε να σώσει το κράτος από την καταστροφή που το οδηγούσε η κακή διοίκηση, έκαναν πολλούς να ζητούν την επανάληψη της δίκης και την απαλλαγή του χάριν του κρατικού συμφέροντος ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 97 – 98. Συνεχιστής Σκυλίτζη 122, 13 κ. εξ. ).

Η νέα δίκη έγινε υπό την προεδρία της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, η οποία όχι μόνο συγκινήθηκε και δάκρυσε από τα παθήματα του Ρωμανού, αλλά και τον ερωτεύτηκε. Ο Ρωμανός ήταν ένας ελκυστικός άνδρας με ευγενική εμφάνιση και αθλητική κορμοστασιά. Η εύνοια της ερωτευμένης Ευδοκίας δεν άργησε να εκδηλωθεί. Τα Χριστούγεννα του 1067 στο ναό της του Θεού Σοφίας η αυτοκράτειρα Ευδοκία η Μακρεμβολίτισσα παρουσιάστηκε μαζί με τα τρία της παιδιά και ανακήρυξε τον Ρωμανό Διογένη μάγιστρο και στρατηλάτη ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 99 ). Το επόμενο βήμα στα σχέδια της Ευδοκίας ήταν ο γάμος της με τον Ρωμανό και η αναγόρευσή του σε αυτοκράτορα. Εδώ όμως υπήρχε ένα κώλυμα, ο Κωνσταντίνος Ι’ λίγο πριν πεθάνει είχε ζητήσει και είχε λάβει από την Ευδοκία γραπτή ένορκη βεβαίωση ότι μετά τον θάνατό του δεν θα ξαναπαντρευόταν και ότι θα φρόντιζε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα των ανηλίκων τέκνων τους στον θρόνο. Δεν έφτανε δηλαδή που ο ίδιος υπήρξε κάκιστος αυτοκράτορας και ανίκανος για να κυβερνάει, ήθελε να εξασφαλίσει στην αυτοκρατορία μια σειρά επίσης ανικάνων, λόγω κληρονομικότητας, αυτοκρατόρων που θα προερχόντουσαν από την άθλια οικογένειά του. Ο γιος του Μιχαήλ Ζ’ ο Δούκας υπήρξε πλέον ανίκανος του αειμνήστου πατρός του εις την διαχείριση της εξουσίας, και αν ο Κωνσταντίνος Ι’ υπήρξε άθλιος, ο Μιχαήλ Ζ’ υπήρξε αθλιότερος ως ηγεμόνας. Αλλά αίτιος για όλη αυτή την περιπέτεια, όπως ήδη είδαμε πιο πάνω, υπήρξε ο αυτοκράτωρ Ισαάκιος Κομνηνός, ο οποίος πριν παραιτηθεί από τον θρόνο φρόντισε να αναδείξει τον φίλο του Κωνσταντίνο Δούκα σε αυτοκράτορα και έτσι για χάρη της φιλίας Ισαακίου Κομνηνού και Κωνσταντίνου Δούκα το Βυζάντιο υπέφερε τα πάνδεινα.

Ανάλογη γραπτή βεβαίωση όπως της Ευδοκίας είχε κάνει και η σύγκλητος προς τον Κωνσταντίνο Ι’, με την οποία τον διαβεβαίωνε ότι μόνο τα παιδιά του θα αναγνώριζε ως νόμιμους αυτοκράτορες ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ, 681, 2. Μιχαήλ Ατταλειάτης 92, 11 κ. εξ. ).

Το δεσμευτικό για την αυτοκράτειρα Ευδοκία έγγραφο βρισκόταν στην κατοχή του πατριάρχη Ιωάννη Ξιφιλίνου προς φύλαξη και αποτελούσε εμπόδιο για τον γάμο της με τον Ρωμανό. Αλλά η Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα εκτός από νέα, όμορφη και ερωτευμένη, ήταν και έξυπνη, η μεγάλη της μόρφωση είχε οξύνει την φυσική της ευφυΐα και έτσι δεν δυσκολεύτηκε να βρει λύση στο πρόβλημά της ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ, 685, 18 ). Ο γράφων θα ήθελε σ’ αυτό το σημείο να παρακαλέσει τις ερίτιμες αναγνώστριες και τους αξιότιμους αναγνώστες του παρόντος άρθρου αν αυτό που θα περιγράψει στην συνέχεια δεν αποτελεί αυτό που λέμε «βυζαντινή ίντριγκα», να του δώσουν οι ίδιοι άλλο παράδειγμα που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κλασική ίντριγκα της ενδόξου μεσαιωνικής μας ιστορίας.

Ο πατριάρχης Ιωάννης είχε έναν ανιψιό νέο σε ηλικία γάμου που ονομαζόταν Βάρδας ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ 686, 5 ). Έτσι η Ευδοκία έστειλε στον πατριάρχη έναν έμπιστό της ευνούχο να τον ενημερώσει εμπιστευτικά ότι ήθελε για σύζυγό της τον νεαρό Βάρδα, αλλά υπήρχε το εμπόδιο του εγγράφου όρκου της που είχε ο πατριάρχης στην κατοχή του. Αν λοιπόν ο πατριάρχης ήθελε να βοηθήσει και τις έδινε πίσω το έγγραφο, τότε αυτή θα είχε σύζυγο τον ανιψιό του και το κράτος θα αποκτούσε αυτοκράτορα ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ 686. 7 ). Έτσι ο πατριάρχης έπεσε στην παγίδα και όπως το ψάρι, ο τόννος, κατάπιε το δόλωμα ( Συνεχιστής Σκυλίτζη 123, 15 ). Άρχισε να καλεί έναν - έναν τους συγκλητικούς και να καταδικάζει την ύπαρξη του εγγράφου, αλλά και τον νεκρό Κωνσταντίνο Ι’ να κατηγορεί ότι δεν ενδιαφερόταν για το κοινό συμφέρον, αλλά από ζηλοτυπία ζήτησε τον έγγραφο όρκο, ο οποίος ήταν ενάντιος προς τους θεσμούς ( έκθεσμος ) και παράνομος ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ 687, 2 ). Στη συνέχεια δε τόνιζε την ανάγκη να βρει η αυτοκράτειρα δεύτερο σύζυγο για να τεθεί το κράτος κάτω από την στιβαρή ηγεσία ενός άντρα ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ 686, 13 κ. εξ. ). Βέβαια σκόπιμα ο πατριάρχης απέφευγε να αναφέρει το όνομα του Βάρδα, επειδή κανένας δεν τον εκτιμούσε. Είχε όμως την ελπίδα ότι, αν η Ευδοκία ελάμβανε την συγκατάθεση της συγκλήτου για δεύτερο γάμο και μετά να ανακοίνωνε το όνομα του γαμπρού, να έφερνε όλους προ τετελεσμένου γεγονότος και να μην υπήρχε αντίδραση.

Η σύγκλητος συμφώνησε και η αντίδραση κάποιων ελαχίστων ξεπεράστηκε με δώρα και υποσχέσεις ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ 687, 7. Συνεχιστής Σκυλίτζη 124, 5 κ. εξ. ). Το δεσμευτικό για την Ευδοκία έγγραφο δεν είχε αξία μπροστά στο εθνικό συμφέρον και μπορούσε να βρει έναν νέο σύζυγο. Ο πατριάρχης αμέσως έσπευσε να ανακοινώσει στην αυτοκράτειρα την δεδηλωμένη θέση της συγκλήτου και να της παραδώσει το έγγραφο της ένορκης υπόσχεσής της. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοικτός για την Ευδοκία και τον Ρωμανό. Την νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου 1067 ο Ρωμανός μπήκε οπλισμένος στο Ιερό Παλάτιο και αμέσως έγινε ο γάμος του με την Ευδοκία. Το επόμενο πρωί 1η Ιανουαρίου 1068 στέφτηκε αυτοκράτωρ ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 101. Συνεχιστής Σκυλίτζη 124, 5. Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ 687 ). Υπήρξε μία αντίδραση από την φρουρά των Βαράγγων, η οποία αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον νέο αυτοκράτορα, αλλά η δήλωση των τριών γιών της Ευδοκίας ότι με την δική τους συγκατάθεση έγινε η αναγόρευση του Ρωμανού σε αυτοκράτορα ήταν αρκετή για να κάμψει κάθε αντίδραση ( Συνεχιστής Σκυλίτζη 124 ).

Η ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟ


Υπό Γεωργίου - Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.

Μετά την δολοφονία της Αμαλασούνθας το 535 Ιουστινιανός βρήκε την αφορμή που ζητούσε για να εισβάλλει στην  Ιταλία. Βυζαντινός στρατός άρχισε την εισβολή από τη Δαλματία υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μούνδου, ενώ ο Βελισάριος αποβιβάστηκε στη Σικελία. Το 536 ο Θευδάτος μετά από συνεχείς στρατιωτικές αποτυχίες χάνει τον θρόνο του και αποκεφαλίζεται από τους Γότθους ευγενείς. Ο Ουΐτιγης, σύζυγος της Ματασούνθας, κόρης της Αμαλασούνθας, γίνεται βασιλιάς και ζητά ειρήνη από τον Ιουστινιανό, αλλά το αίτημα του απορρίπτεται. Το 535 ο Ουΐτιγης ζητά ξανά ειρήνη, αλλά χωρίς ανταπόκριση. Το 539 εισβάλλει από τα βορειοδυτικά ο Φράγκος  βασιλιάς Θευδίβερτος με καιροσκοπικές διαθέσεις πολεμώντας κατά Γότθων και Βυζαντινών. Ο Βελισάριος τον κατηγόρησε όχι μόνο ως προδότη της συμμαχίας με τον Αυτοκράτορα αλλά και της κοινής ορθόδοξης πίστης ( Προκόπιος, Πόλεμοι Ιουστινιανού, ΣΤ, 25, 19 -23 ). Ο Θευδίβερτος μπροστά στην κατακραυγή των συμπολεμιστών του, επειδή πολεμούσε κατά των ομοθρήσκων Βυζαντινών, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Εδώ πρέπει να σημειώσει  ότι από τους πέντε λαούς των βαρβάρων της Δύσης, ήτοι Οστρογότθους, Βησιγότθους, Βανδάλους, Βουργουνδούς και Φράγκους, μόνο οι τελευταίοι ήταν ορθόδοξοι, πάντες οι υπόλοιποι ήταν Αρειανισταί. Το μοναδικό ορθόδοξο βασίλειο στη Δύση ήταν των Φράγκων, που υπό την ηγεσία της δυναστείας των Μεροβιγγείων βασιλέων ακολουθούσε την ορθή πίστη των τεσσάρων, μέχρι την εποχή εκείνη, οικουμενικών συνόδων. Οι Μεροβίγγειοι βασιλείς των Φράγκων ήταν οι μόνοι στην Δύση που εδέχοντο την ορθή πίστη της Νικαίας, ήτοι τον Χριστό ως ‘‘ Θεό αληθινό εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί  ’’.
Το 540 ο Βελισάριος απελευθερώνει την Ραβέννα και ο Ουΐτιγης στέλνεται στην Κωνσταντινούπολη ως ''προστατευόμενος '' του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού.
Νέος βασιλιάς των Γότθων γίνεται ο Ιλδίβαλδος, αλλά το Μάϊο του 541 δολοφονείται από τους Γότθους και γίνεται βασιλιάς ένας άγνωστος Ρούγκος, ο Ελάριχος, για να δολοφονηθεί και αυτός με τη σειρά του από τον ανεψιό του  Ιλδιβάλδου τον Βάδβιλα, που έγινε γνωστό σε μας με το υποκοριστικό Τωτίλας και ο οποίος έγινε βασιλιάς.
Μόλις ο Τωτίλας ανέβηκε στο θρόνο άρχισε την αντεπίθεση κατά των Βυζαντινών και σημείωσε σημαντικές επιτυχίες. Κατά την εποχή εκείνη ο Βελισάριος απουσίαζε στην Ανατολή πολεμώντας κατά των Περσών. Λόγω της μεγάλης έκτασής της, η βυζαντινή αυτοκρατορία πολεμούσε, πολλές φορές, συγχρόνως σε δύο και τρία μέτωπα. Η κακή τροπή των πολεμικών πραγμάτων στην Ιταλία ανάγκασε τον Ιουστινιανό να διατάξει τον Βελισάριο μας γυρίσει στην Ιταλία, αλλά τον ανακάλεσε μετά από μικρό χρονικό διάστημα γιατί ο κίνδυνος στο Περσικό μέτωπο ήταν πολύ μεγάλος. Κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του στην Ιταλία ο Βελισάριος διέθετε 4.500 άντρες και αργότερα περίπου 7.000. Οι στρατιωτικές δυνάμεις αυτές ήταν πολύ μικρές σε σχέση με τις δεκαπέντε χιλιάδες ανδρών που του είχε δώσει ο Ιουστινιανός προκειμένου να διαλύσει το κράτος των Βανδάλων στην Βόρειο Αφρική.
Το 550 ο Τωτίλας καταλαμβάνει την Ρώμη, η υπομονή του Ιουστινιανού εξαντλείται και αρχίζει η μεγάλη βυζαντινή αντεπίθεση.
Το 551 ο στρατηγός Ναρσής επικεφαλής των αυτοκρατορικών στρατευμάτων καταλαμβάνει τη Δαλματία και το 552  καταστρέφεται ο γοτθικός στόλος σε ναυμαχία  κοντά στην Αγκώνα, έξω από την Sena Gallia ( Sinigalia ). Μετά από αυτό το ναυτικό συμβάν εξαφανίζεται οριστικά ο γοτθικός στόλος από το πρόσωπο της ιστορίας.
Στις 6 Ιουνίου 552 ο Ναρσής με 18.000 στρατό καταλαμβάνει την Ραβέννα. Επακολουθεί μάχη στην περιοχή Busta Gallorum ( σε ανάμνηση της νίκης των Ρωμαίων επί των Γαλατών το 295 π. Χ. )  εκεί συντρίβεται ο γοτθικός στρατός και φονεύεται ο Τωτίλας.
Νέος βασιλιάς των Γότθων γίνεται ο Τεΐας που προβάλλει την ύστατη αντίσταση κατά των αυτοκρατορικών δυνάμεων.
Το 552 διαλύεται η οστρογοτθική στρατιά σε διήμερη μάχη στο Mons Lactaricus ( Monte Lettere ) νότια της Νεάπολης από τους βυζαντινούς υπό την διοίκηση του Ναρσή. Αυτό είναι και το τέλος της κυριαρχίας των Οστρογότθων στην Ιταλία.
Τον Ιούνιο του553 ο Βασιλιάς των Φράγκων Θευδίβαλδος στέλνει μια στρατιά Φράγκων και Αλαμανών στην κοιλάδα του Πάδου.
Το 554, προς το τέλος του καλοκαιριού, ο Ναρσής διαλύει τους Φραγκό - Αλαμανούς σε μία μάχη στις όχθες του ποταμού Κασουλίνου ( Volturno ) κοντά στην Κάπουα. Αυτό είναι το νικηφόρο τέλος του πολέμου του Ιουστινιανού στην Ιταλία που κράτησε δεκαοχτώ  χρόνια και ερημώσει τελείως την χώρα. Η βυζαντινή κυριαρχία είναι πλήρης σε όλη την Ιταλία από την μια άκρη ως την άλλη  και '' ουαί τοις ηττημένοις ''. Ένα ανώνυμο χρονικό της εποχής εκείνης λέει σχετικά: '' Ο πατρίκιος Ναρσής  έδωσε ξανά την Ιταλία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ανήγειρε ξανά τις γκρεμισμένες πόλεις και, καταστρέφοντας τους Γότθους, έδωσε ξανά στους λαούς της Ιταλίας την παλιά τους χαρά '' ( Monumenta Germaniae Historica , Auctores Antiquissimi (MGH, AA), IX, 267, 337, Berlini 1877 - 1898 ).