Κόρη του Μεγάλου Κωνσταντίνου και σύζυγος του Ιουλιανού του Αποστάτη.
Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.
Ο Αυτοκράτωρ και Ισαπόστολος Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας είχε αποκτήσει τέκνα από τρεις γυναίκες, από την παλλακίδα του Μινερβίνα τον Κρίσπο, από την Αρελατιανή παλλακίδα του(χαρακτηριζόταν έτσι επειδή καταγόταν από το Αρέλατον της νοτίου Γαλατίας, την σημερινή Arles, το πραγματικό της όνομα μας είναι άγνωστο) τον Κωνσταντίνο τον νεότερο, και από την νόμιμη σύζυγό του Φαύστα δύο αγόρια και δύο κορίτσια, τον Κωνστάντιο και τον Κώνστα, και την Κωνσταντίνα και την Ελένη. Ο γάμος του Μεγάλου Κωνσταντίνου με την Φαύστα ήταν πολιτικός (justae nuptiae, δίκαιον του γάμου) απόλυτα νόμιμος, αλλά χωρίς καμιά παρέμβαση της θρησκείας.
Από τον γάμο αυτόν προκύπτει και μια περίπλοκη συγγενική σχέση, άξια προσοχής, που θα σκανδαλίσει τον μέσο σύγχρονο αναγνώστη. Η Φαύστα, η νόμιμη σύζυγος του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν ετεροθαλής αδελφή της νόμιμης συζύγου του πατέρα του, Κωνσταντίου του Χλωρού. Δηλαδή, ο αυτοκράτωρ Κωνστάντιος Χλωρός και ο γιός του αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μέγας είχαν λάβει ως νόμιμες συζύγους δύο ετεροθαλείς αδελφές, την Θεοδώρα και την Φαύστα αντίστοιχα (Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, τ. ΙΙΙ, σ. 2, εκδ. C.S. H. B. Bonn 1897), που ήταν κόρες της Ευτροπίας της πρεσβυτέρας (αποκαλείται έτσι για να ξεχωρίζει από την εγγονή της, Ευτροπία την νεοτέρα, κόρη του Κωνσταντίου του Χλωρού και της Θεοδώρας και ετεροθαλή αδελφή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου).
Αυτή, λοιπόν, η Ευτροπία η πρεσβυτέρα είχε παντρευτεί σε πρώτο γάμο τον Αφράνιο Αννιβαλιανό από τον οποίο απέκτησε μια κόρη την Θεοδώρα, η οποία έγινε νόμιμη σύζυγος του Κωνσταντίου του Χλωρού (Κωνσταντίνος Βαρζός, Οι αυτοκρατόρισσες του Βυζαντίου, τόμος Α΄, σ. 39, υποσήμ. 16, Αθήνα 1965). Από τον δεύτερο σύζυγό της η Ευτροπία η πρεσβυτέρα, τον αυτοκράτορα Μαξιμιανό, απέκτησε τον Μαξέντιο και την Φαύστα, την οποία νυμφεύτηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, υιός του αυτοκράτορα Κωνσταντίου Χλώρου και της Ελένης (Βαρζός, όπου παραπάνω, σ. 37). Δηλαδή, η Φαύστα για τον Μέγα Κωνσταντίνο, εκτός από σύζυγος, ήταν και θεία του.
Από αυτό τον γάμο αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος, όπως είδαμε πιο πάνω, απέκτησε δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Το μικρότερο από όλα αυτά τα παιδιά ήταν η Ελένη – Φλαβία – Ιουλία, που γεννήθηκε στα τέλη του 324 μ. Χ., ενάμιση χρόνο πριν από την εκτέλεση της μητέρας της μέσα στο λουτρό του αυτοκρατορικού ανακτόρου της Ρώμης, κατά διαταγή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον Ιούλιο με Αύγουστο του 326 μ. Χ.. Το κακό αυτό έγινε επειδή ο Μέγας Κωνσταντίνος θανάτωσε τον γιο του, από την παλλακίδα του Μινερβίνα, επειδή τον υποπτευόταν ότι είχε ερωτικές σχέσεις με την Φαύστα. Μετά το τραγικό αυτό γεγονός, βαρυνόμενος από τις τύψεις και πιεζόμενος από την μητέρα του Ελένη, η οποία υπεραγαπούσε τον εγγονό της Κρίσπο, διέταξε και τον θάνατο της Φαύστας μέσα στο λουτρό θεωρώντας την υπαίτια για την απόφασή του να θανατώσει τον Κρίσπο ( Ζώσιμος, Ιστορία Νέα, σ. 94, εκδ. C.S.H.B. Bonn. 1837).
Η Ελένη, όπως και η αδελφή της Κωνσταντίνα, στέφτηκε ενωρίς από τον πατέρα της αυγούστα, και ήταν περίπου 13 ετών όταν αυτός πέθανε τον Μάιο του 337μ. Χ.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν είχε προλάβει να την παντρέψει, όπως είχε κάνει με την μεγαλύτερη αδελφή της Κωνσταντίνα, και έτσι, μετά τον θάνατό του, ακολούθησε τοη αυτοκράτορα αδελφό της στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την πρώτη γυναίκα του και εξαδέλφη της, την Γάλλα (την αδελφή του Ιουλιανού, του μετέπειτα συζύγου της) και την αδελφή της Κωνσταντίνα που είχε ήδη χηρέψει. Το πώς χήρεψε η Κωνσταντίνα θα το δούμε παρακάτω, όταν θα εξιστορήσουμε την λεγόμενη «συγγενοκτονία» . Η Ελένη αποκαλείται από την ιστορία ως αυγούστα Ελένη Β’ για να ξεχωρίζει από την γιαγιά της την αγία Ελένη, που αποκαλείτε αυγούστα Ελένη Α΄.
Τα δυο κορίτσια του Μεγάλου Κωνσταντίνου δεν φαίνετε να έλαβαν κάποια ιδιαιτέρα μόρφωση, και ζούσαν απομονωμένα μέσα στο ιερό παλάτιο, κάτω από την κηδεμονία του καχύποπτου αδελφού τους Κωνστάντιου. Οι πολιτικές ανάγκες τις εποχής εκείνης έκαναν τον Κωνστάντιο να παντρέψει την μεγαλύτερη από τις αδελφές του, την Κωνσταντίνα, με τον εξάδελφό του Γάλλο.
Τα διάφορα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν, θα δούμε στην συνέχεια ποια ήταν αυτά, αλλά και το ενδιαφέρον της δεύτερης συζύγου του Κωνστάντιου, της Ευσεβίας, βοήθησαν και την Ελένη, τριανταένα ετών τότε, να παντρευτεί τον Ιουλιανό, που τότε ήταν είκοσι πέντε ετών. Ο γάμος έγινε τον Νοέμβρη του 355 στα ανάκτορα των Μεδιολάνων, αφού προηγουμένως ο γαμπρός, ο Ιουλιανός, αναγορεύτηκε από τον κουνιάδο και εξάδελφό του αυτοκράτορα Κωνστάντιο σε καίσαρα. Μετά τις λαμπρές τελετές της αναγόρευσης και του γάμου, οι νεόνυμφοι έμειναν μαζί με το αυτοκρατορικό ζεύγος μέχρι την 1η Δεκεμβρίου του 356, οπότε αναχώρησαν για την Γαλατία, την περιοχή που θα διοικούσε ο καίσαρ Ιουλιανός ( Αμμιανός Μαρκελλίνος, Ammiani Marcellini, Regum gestarum libri qui supersunt, σ. 87, τ. Ι, εκδ. C. Clark , Berlin,1910. Ιουλιανού Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 154 – 156 και 158 – 159, Ζωσίμος, όπου παραπάνω, σ. 123. Σωζομενός, P. G.,vol. 67, col. 1217. Φιλοστόργιος, P. G. vol. 65, col. 517).
Το 357 η αυγούστα Ελένη Β΄, μόνη χωρίς τον σύζυγό της καίσαρα Ιουλιανό, επισκέπτεται την Ρώμη, μαζί με τον αυτοκράτορα αδελφό της και την νύφη της, για τον εορτασμό της συμπλήρωσης των είκοσι ετών της βασιλείας του Κωνστάντιου. Μετά το πέρας του λαμπρού εορτασμού η Ελένη επέστρεψε κοντά στον Ιουλιανό στην γαλατική πόλη Λουκετία, το σημερινό Παρίσι.
Το ζευγάρι αυτό δεν ήταν ταιριαστό. Η μέτριας μόρφωσης αυγούστα Ελένη Β΄ δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα σε μια μεγαλοφυΐα όπως ο Ιουλιανός, ο οποίος, από την πλευρά του, έβλεπε στο πρόσωπο της γυναίκας του τον καταπιεστικό αυτοκράτορα Κωνστάντιο από τον οποίο είχε υποφέρει πολλά ο ίδιος και η οικογένειά του. Πραγματικά, αυτά που τράβηξαν ο Ιουλιανός και οι δικοί του από τον Κωνστάντιο δεν ήταν λίγα.
Η αρχή έγινε το 337, μερικούς μήνες μετά τον θάνατο του Αγίου και Ισαποστόλου Κωνσταντίνου του Μεγάλου και πριν να αναγορευθούν σε αύγουστους οι τρείς γιοι του και ο ανεψιός του Δαλμάτιος, γιος του ετεροθαλούς αδελφού του, που λεγόταν και αυτός Δαλμάτιος ( Επειδή το γενεαλογικό δένδρο του Κωνσταντίου Χλωρού είναι αρκετά περίπλοκο και ενδιαφέρον, ο γράφων δεσμεύεται να παρουσιάσει σε αυτόνομο άρθρο του την γενεαλογία του Κωνσταντίου Χλωρού). Τα τρία αγόρια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όπως είδαμε και πιο πάνω, ήταν, από την Αρελατιανή παλλακίδα του, ο Κωνσταντίνος ο νεότερος, και από την νόμιμη σύζυγό του Φαύστα, ο Κωνστάντιος και ο Κώνστας.
Το πολιτικό συμφέρον των τριών γιών του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν να μην γίνει αύγουστος ο εξάδελφός τους Δαλμάτιος, επειδή φοβόντουσαν πως θα πρόβαλαν και τα άλλα επιζόντα παιδιά του Μεγάλου Κωνσταντίνου και οι κατιόντες τους (τα παιδιά τους) τις ίδιες απαιτήσεις,. Βλέπετε το σόι του Κωνσταντίου Χλωρού ήταν πολύ μεγάλο! Έτσι αποφάσισαν την περίφημη «συγγενοκτονία», όπως χαρακτηρίζεται από όλους τους μελετητές της ιστορίας του βυζαντινού κράτους το γεγονός που θα περιγράψουμε στη συνέχεια.
Στις αρχές του Σεπτέμβρη του 337 στην Νικομήδεια, εκεί πέθανε ο Μέγας Κωνσταντίνος και εκεί πήγαν τα παιδιά του για να αναγορευθούν σε αύγουστους, ξέσπασε μια στρατιωτική στάση, όπως φάνηκε εκ των υστέρων με την υποκίνηση του Κωνστάντιου, που ως αντικειμενικό σκοπό είχε την ματαίωση της αναγόρευσης του Δαλμάτιου σε αύγουστο. Κατά την στάση αυτή, μπροστά στο καίσαρα Κωνστάντιο και στην γυναίκα του Γάλλα, σφάχτηκαν από τους στασιαστές, έξι μέλη της οικογένειας του Κωνσταντίου Χλωρού και ένας υπουργός. Οι φονευθέντες είναι οι εξής:
Ο θείος του Κωνσταντίου Δαλμάτιος και οι δυο γιοί του, Δαλμάτιος, αυτός που θα γινόταν αύγουστος, και Αννιβαλιανός, ο σύζυγος της αδελφής του Κωνστάντιου, Κωνσταντίνας. Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα, που θέσαμε πιο πάνω για το πώς χήρεψε η Κωνσταντίνα. Φονεύθηκε ακόμη ο ετεροθαλής αδελφός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Ιούλιος Κωνσταντίνος και ο ένας από τους γιούς του, ο Ανώνυμος, όπως τον αποκαλούν οι βυζαντινολόγοι, επειδή δεν διασώζεται από τις πηγές το όνομά του. Την εποχή εκείνη ο δυστυχής Ανώνυμος ήταν ένα αγοράκι 11 ετών. Ο Ιούλιος Κωνσταντίνος ήταν πατέρας της Γάλλας της συζύγου του καίσαρα Κωνστάντιου, η οποία είδε μπροστά στα μάτια της να σφάζονται κατ’ εντολή του άντρα της, ο πατέρας τις και ο αδελφός της. Ο Ιούλιος Κωνσταντίνος είχε από την πρώτη σύζυγό του Γάλλα τρία παιδιά, την κόρη του Γάλλα (την σύζυγο του Κωνστάντιου) και δυο αγόρια τον Ανώνυμο (για εμάς) και τον Γάλλο. Από την δεύτερη σύζυγό του, την ευγενική και ελληνομορφωμένη Βασιλίνα, είχε ένα γιο, το ωράισμα και το κλέος του πρώιμου Βυζαντίου, το κόσμημα της πανανθρώπινης διανόησης, τον μετέπειτα φιλόσοφο - αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Αποστάτη. Την εποχή εκείνη ο Γάλλος και ο Ιουλιανός ήταν μικρά παιδάκια και δεν παρευρίσκονταν στην Νικομήδεια, όπου έγινε η συγγενοκτονία. Έτσι γλύτωσαν.
Εκτός από τους παραπάνω, δολοφονήθηκαν, ο πατρίκιος Οπτάτος, δεύτερος σύζυγος της κόρης του Κωνσταντίου Χλωρού Αναστασίας, θείας του καίσαρα Κωνστάντιου, αλλά και της γυναίκας του Γάλλας, και ο υπουργός Αβλάβιος (Βαρζός, όπου παραπάνω σ 123 – 125).
Στην συνέχεια, και για να δώσει μια σκιά νομιμότητας στο ανόσιο έγκλημά του, ο Κωνστάντιος διέδωσε ότι τάχα οι φονευθέντες είχαν συνωμοτήσει και είχαν δηλητηριάσει τον Μέγα Κωνσταντίνο. Έτσι δήμευσε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας τους (Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, σ. 352).
Οι ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης είναι άκρως καταδικαστικές για τον Κωνστάντιο. Ο Μέγας Αθανάσιος γράφοντας στους ασκητές της Αιγύπτου καταγγέλλει τον Κωνστάντιο ότι κατάσφαξε τους θείους του, τα εξαδέλφια του ξέκανε και τον πεθερό του, μολονότι είχε ακόμη ως σύζυγο την κόρη του. Παραθέτω το γλαφυρό κείμενο του Μεγάλου Αθανασίου και ας μου επιτραπεί το μονοτονικό:
«Τους μεν γαρ θείους κατέσφαξε, και τους ανεψιούς ανείλε, και πενθερόν μεν, έτι την θυγατέρα γαμών αυτού» (Αθανασίου Αλεξανδρείας, Τοις απανταχού κατά τόπον τον μονήρη βίον ασκούσι. P. G. vol. 25, col. 776).
Ο Ιουλιανός καταγγέλλει τον Κωνστάντιο για τον φόνο του πατέρα του και του αδελφού του και μας πληροφορεί ότι αρχικά ήθελε να σκοτώσει τον ίδιο και τον αδελφό του Γάλλο, αλλά στο τέλος τους εξόρισε (Ιουλιανός, όπου παραπάνω, Ι, σ. 348 – 349).
Ο ιστορικός Ζώσιμος γράφει: «θέλοντας ο Κωνστάντιος να δώσει σε όλους παράδειγμα γενναιότητας και να μην υστερήσει απ’ τον πατέρα του σε διάπραξη ανόσιων εγκλημάτων, άρχισε απ’ το σπιτικό του να χύνει αίμα συγγενικό» (Ζώσιμος, όπου παραπάνω, σ. 106).
Ο μόνος που δικαιολογεί τον Κωνστάντιο είναι ο Φιλοστόργιος, ο οποίος γράφει ότι εκτελούσε γραπτή εντολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος θέλησε έτσι να τιμωρήσει τα αδέλφια του και τα ανίψια του, γιατί τον δηλητηρίασαν (Φιλοστόργιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, P. G. vol. 65, col. 477). Το ιστόρημα αυτό του Φιλοστόργιου είναι ένα κατασκεύασμα των οπαδών του Κωνστάντιου, για να τον δικαιολογήσουν. Αν υπήρχε τέτοια επιστολή, ας την παρουσίαζε στο δικαστήριο ως πειστήριο ο Κωνστάντιος και ας καταδίκαζε νόμιμα τους ενόχους σε θάνατο για εσχάτη προδοσία και έγκλημα καθοσίωσης. Φαρμακεία (δηλητηρίαση) κατά του αυτοκράτορα ήταν αυτή, αν έλαβε χώρα, δεν ήταν αταξία νηπίων!
Η συγγενοκτονία ήταν η αρχή των όσων δεινών υπέστη ο Ιουλιανός και ο αδελφός του από τον εξάδελφό τους Κωνστάντιο.
Στη συνέχεια ( τέλη Σεπτεμβρίου 337) τα δυο ορφανά αδελφάκια οδηγήθηκαν, κατά διαταγή του αυτοκράτορα εξαδέλφου τους, στο φρούριο του Μάκελλου, κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου και παρέμειναν υπό περιορισμό για αρκετά χρόνια, ζώντας καθημερινά με τον φόβο του θανάτου (Βαρζός, όπου παραπάνω, σ. 171 – 172).
Τα πράγματα όμως δεν πήγαν καλά για τους τρεις γιούς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το 340 ο ένας εξ αυτών, ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Β΄, ο γιός της Αρελατιανής, κινήθηκε με στρατό κατά του αδελφού του αυτοκράτορα Κώνσταντα Α΄ , αλλά έπεσε σε στρατιωτική ενέδρα των αντιπάλων δυνάμεων και σκοτώθηκε ( Ζώσιμος, όπου παραπάνω, σ. 106 – 107. και Φιλοστόργιος, P. G. vol. 65, col. 480). Έτσι το κράτος έμεινε στα χέρια των δυο γιών της Φαύστας.
Από όλα όσα ιστορήσαμε, από τον θάνατο του Κρίσπου μέχρι και τον θάνατο του Κωνσταντίνου Β’, φαίνετε ότι υπήρχε αρχικό σχέδιο από την ίδια την Φαύστα να βγάλει από την μέση τους γιούς των δυο παλλακίδων του Μεγάλου Κωνσταντίνου για να κυβερνήσουν με ασφάλεια τα δικά της παιδιά. Έτσι συκοφάντησε τον Κρίσπο στον πατέρα του, ότι της έκανε ανήθικες προτάσεις, και αυτός διέταξε τον θάνατό του. Η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η αυγούστα Ελένη κατάλαβε το σχέδιο της Φαύστας και επειδή αγαπούσε τον εγγονό της Κρίσπο, ήταν γιός παλλακίδας όπως και ο πατέρας του, πίεσε τον αυτοκράτορα γιό της να τιμωρήσει με θάνατο την ραδιούργα Φαύστα. Τα παιδιά όμως της Φαύστας, ίσως τα αγόρια μόνο, συνέχισαν, ηθελημένα ή αθέλητα το σχέδιο της μητέρας τους και τελικά πέτυχαν νε έλθει όλη η αυτοκρατορία στα χέρια τους. Ο Κωνστάντιος Β’ ( Κωνστάντιος Α’ ήταν ο παππούς του ο Χλωρός) και ο Κώνστας Α’ κυβέρνησαν συνεργαζόμενοι επί 10 χρόνια, αλλά το 350 ξέσπασε στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας η στάση του Μαγνέντιου. Ο Κώνστας Α’ μη μπορώντας να αναχαιτίσει τους στασιαστές προσπάθησε να φύγει, αλλά συνελήφθη από τους στασιαστές και θανατώθηκε στην πόλη Helena των Πυρηναίων ( Ζώσιμος, όπου παραπάνω, σ.107 - 108).
Μετά τον θάνατο του Κώνσταντα Α’ ο Κωνστάντιος Β΄ είναι πλέον μονοκράτωρ. Τα πράγματα όμως χειροτερεύουν για την αυτοκρατορία. Στην Ανατολή ο ίδιος ο αυτοκράτωρ πολεμάει κατά των Περσών του Σαπώρ Β΄(Φιλοστόργιος, P. G. Vol. 65, col. 512) και στην Δύση, όπου υπάρχει κενό εξουσίας μετά τον θάνατο του Κώνσταντό, ο Μαγνέντιος κινείται απειλητικά.
Μετά τον θάνατο του Κώνσταντα ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας στην Ρώμη, ως μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας, ο Νεπωτιανός ο νεότερος, γιός της ετεροθαλούς αδελφής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου Ευτροπίας της νεοτέρας και του Νεπωτιανού του πρεσβυτέρου (όπως βλέπει ο αναγνώστης, αυτή είναι μια περίοδος της ιστορίας με πολλές λεπτομέρειες, ικανές να τον μπερδέψουν). Ο λόγος της ανακήρυξής του, η οποία έγινε από μονομάχους και άτακτα στίφη, ήταν το ότι ανήκε, από την πλευρά της μητέρας του, στην αυτοκρατορική οικογένεια και μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελαν να καλύψουν το κενό εξουσίας στη Δύση. Δυστυχώς για τον Νεπωτιανό, ο συνεργάτης του στασιαστή Μαγνέντιου, Μαρκελλίνος, επιτέθηκε, γύρω στα μέσα του 350 κατά της Ρώμης, την κατέλαβε την και αφού τον συνέλαβε τον Νεπωτιανό μαζί με την μητέρα του, τους θανάτωσε (Ζώσιμος, όπου παραπάνω, σ. 109).
Τα πράγματα για την κεντρική εξουσία έγιναν πολύ δύσκολα, αλλά την ενδεδειγμένη λύση την έδωσε η Κωνσταντίνα. Όπως είδαμε, η Κωνσταντίνα και η αδελφή της Ελένη είχαν λάβει το τίτλο της αυγούστας σε μικρή ηλικία από τον πατέρα τους. Έτσι η Κωνσταντίνα κάνοντας χρήση της εξουσίας της ως αυγούστας, ανακήρυξε καίσαρα τον γέρο στρατηγό Βετρανίωνα για να αντιμετωπίσει τον στασιαστή Μαγνέντιο. Ο Κωνστάντιος, όταν πληροφορήθηκε αυτή την εύστοχη ενέργεια της αδελφής του, την ενέκρινε. Αργότερα όμως, επειδή ήταν καχύποπτος, του αφαίρεσε τον τίτλο από τον Βετρανίωνα και τον έστειλε να ζήσει στην Προύσα της Βιθυνίας (Φιλοστόργιος, P. G. Vol. 65, col. 512). Οι δυσκολίες των καιρών εκείνων και η ανάγκη να έχει κάποιον βοηθό στην διοίκηση του κράτους έκαναν τον Κωνστάντιο να καλέσει κοντά του τον Γάλλο, τον αδελφό του Ιουλιανού, να τον ανακηρύξει καίσαρα και να του δώσει ως σύζυγο την χήρα αδελφή του Κωνσταντίνα (Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, σ. 351).
Ο Γάλλος βοήθησε τον Κωνστάντιο στην αντιμετώπιση των κινδύνων της αυτοκρατορίας. Έκανε και ένα κοριτσάκι με την Κωνσταντίνα, για το οποίο δεν έχουμε καμιά άλλη πληροφορία εκτός από εκείνη της γέννησής του, την οποία μας την δίνει ο θείος την μικρής, ο Ιουλιανός (Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, σ. 351). Η άγνωστη σ’ εμάς, από άλλη πηγή, μικρούλα ίσως πέθανε πρόωρα και δεν ξανάγινε λόγος γι’ αυτήν.
Ο Γάλλος φέροντας τον τίτλο του καίσαρα εγκαταστάθηκε μαζί με την αυγούστα σύζυγό του στην Αντιόχεια και άρχισε να πολεμά τους εισβολείς Πέρσες του Σαπώρ Β΄ μέχρι που πέτυχε να τους νικήσει. Ο φιλύποπτος Κωνστάντιος, μόλις έμαθε την μεγάλη στρατιωτική επιτυχία του καίσαρα γαμπρού του, φοβήθηκε από την δημοφιλία που απέκτησε ο νικητής και τροπαιούχος στρατηλάτης και έβαλε τον έμπιστό του έπαρχο των πραιτορίων της Ανατολής ή ύπαρχο της Εώας , όπως τον χαρακτηρίζει ο ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός (P. G. vol. 67, col. 296), τον Δομετιανό να περιορίσει τον Γάλλο μέσα στην Αντιόχεια, όπου ήταν το διοικητικό του κέντρο, και να προσπαθήσει με διαβολές να αμαυρώσει την νίκη του. Ο Δομετιανός μόλις έφτασε στην Αντιόχεια απέφυγε να πάει ο ίδιος να συναντήσει τον καίσαρα Γάλλο και την αυγούστα σύζυγό του (Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 513), και ανάθεσε στον τοπικό αυτοκρατορικό ταμία Μόντιο, να πάει να τους ελέγξει, να τους ανακρίνει και να τους ταπεινώσει. Ο Μόντιος συμπεριφέρθηκε με τέτοια ιταμότητα και αυθάδεια στον Γάλλο, που η Κωνσταντίνα που παρευρισκόταν στην συνάντηση, νευρίασε με την ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον καίσαρα άντρα της και σ’ αυτή, που ήταν αυγούστα και είχε πάρει το αξίωμα από τον πατέρα της (ήταν αρχαιότερη του αδελφού της στον ανώτατο τίτλο της αυτοκρατορίας). Χωρίς δεύτερη κουβέντα η δυναμική αυγούστα, που ήδη είχε αποδείξει την αποφασιστικότητά της στην περίσταση της ανακήρυξης σε καίσαρα του γέρου στρατηγού Βετρανίωνα, διέταξε τους φρουρούς του παλατιού να συλλάβουν και να θανατώσουν τον αυθάδη Μόντιο και τον Δομετιανό που τον είχε στείλει. Οι φρουροί του παλατιού πέρασαν τους δυο συλληφθέντες μέσα από τους δρόμους της Αντιόχειας όπου ο κόσμος τους γιουχάιζε και τους κτυπούσε μέχρι που πέθαναν. Τα πτώματά τους τα έριξαν στον ποταμό Ορόντη (Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 515). Το γεγονός αυτό μαρτυρά ότι ο καίσαρας Γάλλος ευτύχησε να έχει την αγάπη της γυναίκας του Κωνσταντίνας, που δεν δίστασε να εναντιωθεί στον αδελφό της και στους απεσταλμένους του, αλλά και την αγάπη του λαού της Αντιόχειας, που δεν ανεχόταν να προσβάλλεται ο ήρωας του αγώνα κατά των Περσών καίσαρ Γάλλος από τους αυθάδεις απεσταλμένους του Κωνστάντιου.
Ο Κωνστάντιος μόλις έμαθε την τύχη που είχε ο Δομετιανός και ο Μόντιος αποφάσισε με δόλο να τον καλέσει στην Κωνσταντινούπολη τον Γάλλο για να εξετάσουν από κοινού τον τρόπο αντιμετώπισης του αυτοκράτορα της Περσίας Σαπώρ Β’ που είχε αρχίσει ξανά να κινείτε απειλητικά για το Βυζάντιο. Ο Γάλλος δεν ήθελε να στασιάσει απροκάλυπτα και να επιδείξει μια απροσχημάτιστη απειθαρχία μη ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του κουνιάδου του αυτοκράτορα. Έτσι αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι την βασιλεύουσα ( Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 516).
Η αυγούστα Κωνσταντίνα, που γνώριζε πολύ καλά τις προθέσεις του αδελφού της, ζήτησε από τον άντρα της να περιμένει μέχρι να πάει πρώτα αυτή στην Βασιλεύουσα για να εξακριβώσει τις πραγματικές προθέσεις του αδελφού της και μετά να ενεργήσουν ανάλογα. Έτσι και έγινε. Η Κωνσταντίνα ξεκίνησε στα τέλη του 354 το μακρύ ταξίδι για να συναντήσει τον αδελφό της αφήνοντας πίσω στην Αντιόχεια τον αγαπημένο της άντρα να περιμένει νέα της. Τα πράγματα όμως δεν ήλθαν όπως τα είχαν σχεδιάσει. Στο δρόμο η Κωνσταντίνα αρρώστησε από πυρετό και φτάνοντας στο Γαλλικανό, μια μικρή πόλη της Βιθυνίας, εγκατέλειψε για πάντα τον μάταιο τούτο κόσμο έχοντας το όνομα του αγαπημένου της συζύγου στα χείλη της. Ήταν τριάντα ενός ετών ( Αμμιανός Μαρκελλίνος, όπου παραπάνω, τ.Ι, σ. 32. Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 516). Μην μπορώντας πλέον ο Γάλλος να κάνει αλλιώς, και παρόλο το πένθος του, ξεκίνησε για να συναντήσει τον Κωνστάντιο. Στο δρόμο όμως, στην Πόλα της Ιστρίας ( ο Κωνστάντιος ήταν τότε στα Μεδιόλανα ) τον συνέλαβαν και τον πέρασαν από δικαστήριο με την κατηγορία της τυραννίας και της προδοσίας. Του δικαστηρίου πρόεδρος ήταν ο έμπιστος του Κωνστάντιου ευνούχος Ευσέβιος που είχε το αξίωμα του πραιποσίτου (κάτι σαν αυλάρχης) και ανήκε στην ομάδα που συκοφαντούσε συστηματικά τον Γάλλο στον Κωνστάντιο ( Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 517). Η απόφαση ενός τέτοιου δικαστηρίου ήταν μία και μοναδική, θάνατος. Έτσι ο δυστυχής Γάλλος αποκεφαλίστηκε δια ξίφους στην ίδια πόλη που πριν από εικοσιοκτώ χρόνια είχε θανατωθεί ο εξάδελφός του Κρίσπος με διαταγή του ίδιου του πατέρα του, Κωνσταντίνου του Μεγάλου (Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 517).
Το παρόν άρθρο βιογραφεί την αυγούστα Ελένη Β΄, θυγατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και σύζυγο του Ιουλιανού του Αποστάτη (ο τίτλος Αποστάτης έχει δοθεί. στον Ιουλιανό αρχικά με μειωτική διάθεση εν μέρους κάποιων ανόητων, αλλά στην συνέχεια έγινε ένα ρομαντικό, τιμητικό θα έλεγα, προσηγορικό που προσδιορίζει την ιδεαλιστική προσωπική στροφή του προς την θρησκεία της ελληνιστικής εποχής που συγκρίνει τα διάφορα δόγματα και ομολογίες όλων των θρησκευτικών συστημάτων χωρίς φανατισμούς και μισαλλοδοξία. Ο Ιουλιανός ίσως να ήταν ένας θεόσοφος.
Η κάπως εκτεταμένες αναφορές σε θέματα όπως η συγγενοκτονία, η φυλάκιση του Ιουλιανού και του αδελφού του στο φρούριο Μάκελλο και τα όσα έπαθε ο Γάλλος από τον Κωνστάντιο χρησιμεύουν για να προσδιορίσουν τα αισθήματα που έτρεφε ο Ιουλιανός για τον Κωνστάντιο, το ολετήρα της οικογένειάς του, το σφάχτη του πατέρα του και των δυο αδελφών του. Και αυτός ο προσδιορισμός των αισθημάτων του Ιουλιανού θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε τι ακριβώς αισθανόταν για την σύζυγό του την Ελένη, στο πρόσωπο της οποίας, όπως και πιο πάνω είπαμε, ο Ιουλιανός έβλεπε τον αδελφό της Κωνστάντιο. Πριν όμως συνεχίσουμε θα πρέπει να δούμε πως ακριβώς και υπό την επίδραση ποιών παραγόντων έγινε ο Ιουλιανός καίσαρας και γαμπρός του Κωνστάντιου.
Μετά την θανατική καταδίκη και εκτέλεση του Γάλλου ο ευνούχος Ευσέβιος και η κλίκα των ομοφύλων του στράφηκαν κατά του Ιουλιανού, που είχε το θάρρος να πενθήσει δημόσια τον νεκρό αδελφό του, και ζητούσαν από τον φύση καχύποπτο και ψυχικά ανώμαλο Κωνστάντιο να λάβει μέτρα εναντίον του. Είναι αλήθεια πως όποιον στοχοποιούσε ο Ευσέβιος και η κλίκα των «ανδρογύνων» δεν γλύτωνε. Ο Ευσέβιος και η παρέα του είχαν τεράστια δύναμη στην αυτοκρατορική αυτή. Την δύναμη αυτή την διατήρησαν σε όλη τους την ζωή και την έχασαν μόνο μαζί με τα κεφάλια τους όταν έγινε αυτοκράτορας ο Ιουλιανός και τους πέρασε από ειδικό δικαστήριο, υπό την εποπτεία της Αυτοκρατορικής Συγκλήτου, για την δίκη – παρωδία που ο σκηνοθέτησαν για να καταδικάσουν σε θάνατο τον δυστυχή Γάλλο.
Ο μόνος που διασώθηκε από τις μηχανορραφίες του Ευσεβίου και των ομοφύλων του (των ευνούχως) ήταν ο Ιουλιανός και αυτό έγινε χάρη στη βοήθεια της αυτοκράτειρας Ευσεβίας, της δεέτερης συζύγου του Κωνσαντίου, η οποία συμπαθούσε τον Ιουλιανό πάρα πολύ (Φιλοστόργιος, όπου παραπάνω, col. 517). Η Ευσεβία ήταν Ελληνίδα, κόρη του υπάτου Ευσεβίου, και γέννημα και ανάθρεμμα της Θεσσαλονίκης. Ο Ιουλιανός γράφει για την καταγωγή της και την πόλη που την γέννησε τα ακόλουθα: «γένος μεν αυτή (πτώση δοτική) σφόδρα ελληνικόν … και πόλις η μητρόπολις της Μακεδονίας» (συγγνώμη για το μονοτονικό) ( Ιουλιανός Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 141). Η Ευσεβία ήταν μια πανέμορφη γυναίκα του καιρού της με χαρακτήρα και ήθος άριστα. Είχε μεγάλη ελληνική μόρφωση και ευφυΐα σπάνια. Ο Κωνστάντιος δεν είχε πολιτικά μυστικά απ’ αυτήν και πάντοτε την συμβουλευόταν για θέματα πολιτικής και διοίκησης (Ιουλιανός, Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 140, 141, 144, 146). Όταν συνάντησε η νέα αυτοκράτειρα για πρώτη φορά τον Ιουλιανό τον συμπάθησε αμέσως και άρχισε να τον υποστηρίζει μέχρι που κατάφερε να πείσει τον αυτοκράτορα άντρα της να τον κάνει καίσαρα της Γαλατίας και να τον νυμφεύσει με την αδελφή του αυγούστα Ελένη ( Ιουλιανός, Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 122).
Ο Ιουλιανός με τα εγκώμιά του ανεβάζει την Ευσεβία στα ουράνια και την εκθειάζει ως πιστή σύζυγο του Κωνσταντίου ( Ιουλιανού Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 142). Υπάρχει όμως κάτι στην περιγραφή της πρώτης συνάντησης του Ιουλιανού με την Ευσεβία που κάνει τον γράφοντα να υποπτευθεί ότι υπήρξε ένας πλατωνικός έρωτας μεταξύ τους, ο οποίος έμεινε μόνο σε θεωρητικό επίπεδο και δεν έλαβε ποτέ σαρκική υπόσταση (Ιουλιανός, Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 158). Ο Ιουλιανός ήταν ένας συνεπής πλατωνικός και ποτέ δεν θα διανοητό κάτι χυδαίο, αλλά και η Ευσεβία ήταν μια γυναίκα με ήθος που δεν θα απατούσε ποτέ τον άντρα της με τον οποίο συνεργαζόταν για την διοίκηση του κράτους, την ειρήνη και την ευημερία του λαού. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που αποκλείει την σαρκική σχέση της με τον Ιουλιανό. Η Ευσεβία έπασχε από μητρικά βαρείας μορφής (Φιλοστόργιος, P. G. vol. 65, col. 520 – 521).
Από την άλλη πλευρά όμως έχουμε μια συνεχή μέριμνα και φροντίδα εκ μέρους της Ευσεβίας για τον Ιουλιανό κατά την πρώτη επίσκεψή του στην Ρώμη (Φιλοστόργιος, P. G. vol. 65, col. 520 – 521). που ενισχύει την υπόνοια στον γράφοντα περί μιας μορφής πλατωνικής σχέσης μεταξύ Ευσεβίας και Ιουλιανού. Οτιδήποτε είχε ανάγκη ο Ιουλιανός, κατά την παραμονή του στην Αιώνια Πόλη, του το έστελνε η Ευσεβία τους ευνούχους της.
Μετά από όλα αυτά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο γάμος του Ιουλιανού με την Ελένη ήταν μία λύση ανάγκης γι’ αυτόν και ότι ποτέ το ζευγάρι δεν αγαπήθηκε, όπως ο Γάλλος με την Κωνσταντίνα. Βέβαια ο Ιουλιανός πάντα τιμούσε και σεβόταν την αυγούστα σύζυγό του, αλλά πάντα στο πρόσωπό της έβλεπε τον αδελφό της Κωνστάντιο και ποτέ δεν λησμονούσε τα όσα αυτός είχε κάνει στην οικογένειά του και στον ίδιο. Ο γάμος του Ιουλιανού με την Ελένη έγινε κάτω από την πίεση των πραγμάτων και χωρίς την ελεύθερη θέληση του. Η ψυχική ανομοιογένεια του ζευγαριού ήταν μεγάλη και στα τεσσεράμισι χρόνια που έζησαν μαζί κράτησε ο ένας τον άλλο σε απόσταση που έγινε μεγαλύτερη εξ αιτίας των γεγονότων που ακολούθησαν.
Ως καίσαρ ο Ιουλιανός ανέλαβε την διοίκηση της Γαλατίας με έδρα την Λουκετία, ένα νησί μέσα στον Σηκουάνα, εκεί που βρίσκεται σήμερα το Παρίσι. Υπήρξε καλός διοικητής και ικανός στρατηγός. Νίκησε επανειλημμένα τους Αλαμανούς και τους καταδίωξε μέχρι τον Μέλανα Δρυμό. Οι δε στρατιωτικές επιτυχίες του κατά των Φράγκων τους ανάγκασαν να καταφύγουν στη σημερινή Ολλανδία ( Βαρζός, όπου παραπάνω, σ. 11).
Η αυτοκράτειρα Ευσεβία έστειλε στον Ιουλιανό, στην Λουκετία, ένα πολύ μεγάλο αριθμό βιβλίων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων για να έχει να μελετά και να ψυχαγωγείτε (Ιουλιανός, Ευσεβίας εγκώμιον, σ. 159). Έτσι χάρη στην Ευσεβία και για χάρη του Ιουλιανού απέκτησε η Λουκετία ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τα οποία απετέλεσαν ένα πολύ πρώιμο πυρήνα σπουδαστηρίου της αρχαίας ελληνικής σοφίας μέσα στην καρδιά της, κατά τα άλλα, βάρβαρης και άξεστης Γαλατίας.
Ένα χρόνο μετά τον γάμο του ο Ιουλιανός απέκτησε από την Ελένη ένα αγοράκι που δεν επέζησε. Κάποιοι καλοθελητές λένε πως η αυτοκράτειρα Ευσεβία δωροδόκησε την μαμή για να το σκοτώσει μόλις γεννήθηκε. Αυτές είναι διαδόσεις του Αμμιανού Μαρκελλίνου που αντιπαθεί σφόδρα όλες τις εστεμμένες κυρίες της εποχής του (Αμμιανός Μαρκελλίνος, όπου παραπάνω, Ι, σ. 87). Ο ίδιος ιστορικός μας δίνει άλλη μία πληροφορία για την δυστοκία της Ελένης. Όταν το 357 είχε συναντήσει η Ελένη την Ευσεβία στην Ρώμη, για τον εορτασμό των είκοσι χρόνων της βασιλείας του Κωνστάντιου, της είχε ζητήσει ένα φάρμακο για να διευκολύνει τις γέννες της, αλλά η Ευσεβία, που ήταν στείρα και ζήλευε, της έδωσε φάρμακο στειρωτικό, για να μη μπορεί να κάνει παιδιά (Αμμιανός Μαρκελλίνος, όπου παραπάνω, Ι, σ. 87). Αυτές οι πληροφορίες του Αμμιανού Μαρκελλίνου μας δείχνουν μια Ευσεβία τελείως διαφορετική από εκείνη που μας περιγράφει ο Ιουλιανός. Ειλικρινά ο γράφων δεν μπορεί να καταλήξει σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα. Να πέφτει τόσο έξω ο Ιουλιανός ή να είναι τόσο ποταπός συκοφάντης ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, ο φίλος του Ιουλιανού;
Καιρός όμως να γυρίσουμε στην πολιτική κατάσταση της εποχής που παρουσίασε ενδιαφέρουσες εξελίξεις.
Τα πολιτικά πράγματα άλλαξαν ξαφνικά το 359 όταν ο Πέρσης βασιλιάς Σαπώρ Β΄ κατέλαβε την πόλη Άμιδα (το σημερινό Ντιαρμπακίρ) και αιχμαλώτισε έξι λεγεώνες. Θέλοντας ο Κωνστάντιος να εκδιώξει τον εισβολέα ζήτησε από τον Ιουλιανό να έρθει με τα στρατό του στην Ανατολή για να συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά των Περσών (Αμμιανός Μαρκελλίνος, όπου παραπάνω, XX4, 16 17).Όμως για τα στρατεύματα της Γαλατίας υπήρχε ειδική συμφωνία να υπηρετούν μόνο σ’ αυτή την χώρα. Έτσι όταν μαθεύτηκε η διαταγή του Κωνστάντιου για μετακίνηση, τα στρατεύματα της Γαλατίας στασίασαν τον Φεβρουάριο του 360 (Grumel, Chronologie, τ.. 1 σ. 355, Paris, 1958) και ανακήρυξαν στην Λουκετία τον αγαπημένο τους Ιουλιανό, χωρίς την θέλησή του, αυτοκράτορα (Αμμιανός Μαρκελλίνος, όπου παραπάνω, τ. Ι, σ. 192. Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και το δήμω, σ. 363 – 366. Λιβάνιος, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ, Λιβανίου έργα, τόμος 2, σ. 278, εκδ. Rich. Foerster, Leipzig, 1905).
Το γεγονός της αναγόρευσης του Ιουλιανού σε αυτοκράτορα έγινε αργά το βράδυ, κοντά στα μεσάνυχτα. Ο Ιουλιανός είχε ήδη από συρθεί με την Ελένη στο υπερώο του παλατιού, που ήταν δίπλα στην κύρια οικοδομή και κοντά στο στρατόπεδο. Οι στρατιώτες, που μέχρι εκείνη την ώρα έτρωγαν και έπιναν, ξεσηκώθηκαν, πήγαν στο παλάτι, έσπασαν τις πόρτες και άρχισαν να αναζητούν τον Ιουλιανό (Ζώσιμος, όπου παραπάνω, 135 – 136). Ο Ιουλιανός άκουσε την φασαρία και καταλαβαίνοντας ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει ζήτησε την βοήθεια του Διός (Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και το δήμω, σ. 366) Όταν τον βρήκαν τον ύψωσαν σε μια ασπίδα και τον αποκάλεσαν αυτοκράτορα και τον ζητωκραύγασαν (Ζώσιμος, όπου παραπάνω, σ. 136). Επειδή δεν υπήρχε διάδημα κάποιοι στρατιώτες πρότειναν στον Ιουλιανό να χρησιμοποιήσουν το διάδημα της γυναίκας του, αλλά αυτός αρνήθηκε, Τότε ένας λογχοφόρος που λεγόταν Μάουρος έβγαλε από πάνω του το χρυσό περιδέραιο που φορούσε ως στρατιωτικό παράσημο, τον «μανιάκην» του, και με τόλμη τον έβαλε στο κεφάλι του νέου αυτοκράτορα (Ζώσιμος, όπου παραπάνω, σ. 136. Σωκράτης, P. G. vol. 67, col. 373). Και με τον μανιάκη στο κεφάλι αντί για διάδημα επέστρεψε ο Ιουλιανός στα ανάκτορα ( Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, σ. 366). Δεν γνωρίζουμε τι στάση κράτησε η Ελένη στο θέμα της ανακήρυξης του Ιουλιανού σε αυτοκράτορα και στην σύγκρουση που υπέφωσκε στις σχέσεις του με τον Κωνστάντιο. Ο Ιουλιανός δεν κάνει καμιά αναφορά για την θέση της γυναίκας του στην πολιτική διαμάχη που ξέσπασε με τον κουνιάδο του. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως μετά τα γεγονότα της ανακήρυξης σε αύγουστο του Ιουλιανού ένας ακόλουθος της Ελένης αντιλήφθηκε κάποια συνωμοσία που οργανώθηκε σε βάρος του νέου αυτοκράτορα και τον ενημέρωσε σχετικά. Επειδή όμως τον είδε να μην δίνει σημασία στον κίνδυνο που τον απειλούσε, άρχισε να κάνει σαν τρελός και γύριζε στους δρόμους φωνάζοντας, «άντρες στρατιώτες και ξένοι και πολίτες, μη προδώσετε τον αυτοκράτορα» ( Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, σ. 367). Να φανταστούμε ότι στο περιβάλλον της αυγούστας Ελένης Β΄ εξυφαινόταν συνωμοσία κατά του Ιουλιανού που προερχόταν από αυτήν ή τον κύκλο της; Όπως και να έχει το πράγμα, η Ελένη δεν έζησε για πολύ μετά από τα γεγονότα της αναγόρευσης του Ιουλιανού σε αυτοκράτορα. Πέθανε στα μέσα του 360 στην Βιέννα της Γαλατίας ( Ernest Stein, Histoire du Bas Empire, τ. 1, σ. 155, εκδ. 1959).
Δεν γνωρίζουμε την αιτία του θανάτου της Ελένης. Από τους συγχρόνους συγγραφείς ουδείς αναφέρει κάτι. Ούτε ο ίδιος ο Ιουλιανός μας δίνει κάποια πληροφορία. Αιώνες μετά τα γεγονότα ένας ιστορικός μας δίνει μια πληροφορία για τον θάνατο της αυγούστας Ελένης Β΄. Είναι ο Ιωάννης Ζωναράς, Βυζαντινός χρονογράφος του τέλους του11ου με αρχές του 12 αιώνα. Ο Ιωάννης Ζωναράς είχε διατελέσει μέγας δρουγγάριος της βίγλης (κάτι σαν αρχηγός της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής) και πρωτοασηκρήτης (προϊστάμενος της αυτοκρατορικής γραμματείας). Σε κάπως ώριμη ηλικία αποσύρθηκε στην Αγία Γλυκερία, μία των Πριγκιποννήσων, και με την παρακίνηση των φίλων του συνέγραψε την «Επιτομή ιστοριών», σε δεκαοκτώ βιβλία, όπου καταγράφει τα παγκόσμια ιστορικά γεγονότα «από κτίσεως κόσμου» μέχρι το έτος 1118 (Ι. Ε. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας, σ. 321, εκδοτικός οίκος Σάκκουλα, β΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη 1978). Σ’ αυτό το έργο του ο Ζωναράς αναφέρει ότι ο Ιουλιανός έβαλε να δηλητηριάσουν την Ελένη την ώρα που γεννούσε (Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, ΙΙΙ, σ. 54). Η πληροφορία αυτή του Ζωναρά, για μια εποχή που απέχει από αυτόν πάνω από επτά αιώνες και χωρίς να γίνεται η παραμικρή επίκληση κάποιας πηγής που να πλησιάζει κάπως την εποχή των γεγονότων, ελέγχεται ως μύθευμα κύκλων πολύ μεταγενεστέρων του αιώνα του Ιουλιανού και που έχει ως σκοπό την κατασυκοφάντηση του λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Είναι μια παντελώς αναξιόπιστη καταγραφή και εκφράζει μια μικρή εμπαθή μερίδα «ιστορικών» που αντιπαθούν τον Ιουλιανό για την προσωπική του επιλογή να στραφεί προς την αρχαία θρησκεία. Άσχετα όμως με το τι γράφουν οι στρατευμένοι αυτοί «ιστορική», ο Ιουλιανός, σαν προσωπικότητα, υμνήθηκε ομόφωνα από όλους τους μεγάλους ιστορικούς από τότε που ο Du Cange (1610 – 1688) θεμελίωσε τις βυζαντινές σπουδές μέχρι και σήμερα. Τέλος, είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι ο Ιουλιανός συκοφαντείται από εκείνους ακριβώς τους «ιστορικούς» που προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα εγκλήματα του θείου του, του αυτοκράτορα Αγίου και Ισαποστόλου Κωνσταντίνου του Μεγάλου.
Η αυγούστα Ελένη Β’ δεν γνωρίζουμε που ενταφιάστηκε αρχικά. Σε κάποια μεταγενέστερη εποχή τα οστά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και εναποτέθηκαν μέσα στην λάρνακα που αναπαύονται και τα οστά του Ιουλιανού, στο Ναό των Αγίων Αποστόλων (Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών, τ. Α’, σ. 539, εκδ. I. Bekker, C. S.H. B., Bonn, 1838). Όπως βλέπουμε, ο Ιουλιανός, παρ’ όλα όσα έχουν λεχθεί και γραφεί σε βάρος του από διαφόρους παρεκκλησιαστικού κύκλους, δεν έχει στερηθεί των μεταθανάτιων τιμών από την Εκκλησία και σήμερα αναπαύεται στο επίσημο αυτοκρατορικό κοιμητήριο της Κωνσταντινούπολης, στον βόρειο διάδρομο με τις κρύπτες του ναού των Αγίων Αποστόλων ( Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, τ. Ι , σ. 646, εκδ. J. Reiske και I. Bekker, C. S. H. B. Bonn, 1820).
Εκεί κοιμάται σήμερα το αυτοκρατορικό ζευγάρι, σε ένα χριστιανικό ναό που σήμερα είναι τζαμί.
Θα αξιωθούμε, άραγε, κάποτε να δούμε τον ναό αυτό ξανά ελληνικό και κάποιο Ψυχοσάββατο τον εφημερεύοντα ιερέα να δέεται μπροστά στην λάρνακα του Ιουλιανού και της Ελένης:
- Ιουλιανού και Ελένης των αοιδίμων αυτοκρατόρων αιωνία η μνήμη.
Αμήν.
Βιβλιογραφία.
Α. Ιστορικές πηγές.
1. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Τοις απανταχού κατά τόπον τον μονήρη βίον ασκούσι. P. G. vol. 25.
2. Αμμιανός Μαρκελλίνος, Ammiani Marcellini, Regum gestarum libri qui supersunt, τ. I και ΙΙ, εκδ. C. Clark , Berlin,1910 – 1915.
3. Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών, τ. Α’, εκδ. I. Bekker, C. S.H. B., Bonn, 1838.
4. Ζώσιμος, Ιστορία Νέα, εκδ. C.S.H.B. Bonn. 1837).
5. Ιουλιανός, Αθηναίων τη βουλή και τω δήμω, Ιουλιανού Έργα, εκδ. Car. Hertlein, Leipzig, 1875 – 1876.
6. Ιουλιανός, Ευσεβίας εγκώμιον, Ιουλιανού Έργα, εκδ. Car. Hertlein, Leipzig, 1875 - 1876 .
7. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, τόμοι Ι - ΙΙΙ, εκδ. C.S. H. B. Bonn 1897.
8.. Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, τ. I – III, εκδ. J. Reiske και I. Bekker, C. S. H. B. Bonn, 1829 - 1840.
9. Λιβάνιος, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ, Λιβανίου έργα, τόμοι 1 – 4, εκδ. Rich. Foerster, Leipzig, 1904 - 1908).
10. Σωζομενός, P. G.,vol. 67.
11. Σωκράτης ο Σχολαστικός P. G. Vol. 67.
12. Φιλοστόργιος, P. G. vol. 65.
Β. Ιστορικά βοηθήματα.
1. Ernest Stein, Histoire du Bas Empire, τ. 1, σ. 155. εκδ. 1959.
2. Grumel, Chronologie, τ. 1, Paris, 1958.
3. Κωνσταντίνος Βαρζός, Οι αυτοκρατόρισσες του Βυζαντίου, τόμος Α΄, Αθήνα, 1965.
4. Ι. Ε. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας, εκδοτικός οίκος Σάκκουλα, β΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1978.
Συντομογραφίες.
1. C. S. H. B. : Corpus Scriptorum Hist;iriae Byzantinae, Bonnae, 1828 και εξής.
2. P. G. : J. P. Migne, Patrologia Graeca, Paris, 1857 και εξής.