Powered By Blogger

Ετικέτες

Ελληνομνήμων

Το ιστολόγιο σπουδής ελληνικής ιστιρίας και αρχαιολογίας.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Σύντομη ιστορία του Βυζαντινού Κράτους μεταξύ των ετών 1025 – 1068.

Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.




Ι. Τα γεγονότα από τον θάνατο του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου μέχρι τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ι΄ του Δούκα.

Πεθαίνοντας ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος το 1025 άφησε ένα κράτος ισχυρό με τους εξωτερικούς του εχθρούς εξουθενωμένους και την εσωτερική αντιπολίτευση των μεγαλογαιοκτημόνων και της εκκλησίας υποταγμένη στην στιβαρή αυτοκρατορική εξουσία.. Δυστυχώς για την αυτοκρατορία τον νικητή και τροπαιούχο Βασίλειο Β’ διαδέχτηκε μια σειρά ανικάνων αυτοκρατόρων, η οποία μέσα σε 46 χρόνια οδήγησε την χώρα στο ατιμωτικό στρατιωτικό ατύχημα του Μαντζικιέρτ. Μόλις έλειψε η ισχυρή προσωπικότητα του Βουλγαροκτόνου, οι μεγαλογαιοκτήμονες , πολλοί από τους οποίους ήταν κάτοχοι ανωτάτων κρατικών αξιωμάτων , κινητοποιήθηκαν για να καταστήσουν υποχείριά τους την κεντρική εξουσία και να ικανοποιήσουν τα αντιλαϊκά τους συμφέροντα αδιαφορώντας για την οικονομική ευεξία, την κοινωνική ισορροπία, την πολιτική σταθερότητα και την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας.

Υπό την πίεση των πλουσίων καταργείται το «αλληλέγγυον» που είχε θεσπίσει ο Βουλγαροκτόνος και στο οποίο ήταν αντίθετοι οι μεγαλογαιοκτήμονες και η εκκλησία. Το αλληλέγγυον ήταν ένα νομοθετικό μέτρο που ανάγκαζε τους πλουσίους (ισχυρούς) να πληρώνουν τους φόρους των φτωχών (ταπεινών) στρατιωτών που φονεύονταν στη μάχη. Σκοπός του μέτρου αυτού ήταν να μην εξοντώνονται οικονομικά οι οικογένειες των νεκρών στρατιωτών . Στο μέτρο αυτό εναντιώθηκε εκτός της πλουτοκρατίας και η Εκκλησία, η οποία λόγω της τεράστιας περιουσίας της μετείχε αναγκαστικά στην συνδρομή για την κάλυψη των δαπανών του «αλληλέγγυου» ( Ιωαν. Σκυλίτζης 347.76 κ. ε., Ιωαν. Ζωναράς ΙΙΙ. 561.1 κ. ε. , Ιωαν. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος Β’, σ. 455 – 456, Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1981 ).

Με την κατάργηση του αλληλέγγυου άρχισαν να εξουθενώνονται οι μικρογαιοκτήμονες, και να ελαττώνονται οι αγροτικοί πληθυσμοί.

Το κράτος, προκειμένου να εξοικονομήσει πόρους για τα έξοδα της αυτοκρατορικής αυλής , έκανε περικοπές των στρατιωτικών δαπανών με αποτέλεσμα την εξασθένηση των γηγενών ενόπλων δυνάμεων της αυτοκρατορίας και την αύξηση της ανάγκης για στρατολογία αλλοεθνών μισθοφόρων.

Τον Βασίλειο Β’ διαδέχτηκε στην εξουσία ο αδελφός του και συμβασιλεύς Κωνσταντίνος Η’ ( 1025 – 1028 ). Ο νέος αυτοκράτορας δεν είχε αρσενικά παιδιά, είχε τρεις θυγατέρες από τον γάμο του με την κόρη του πατρικίου Αλυπίου Ελένη, την Ευδοκία που σε νεαρή είχε αρρωστήσει από ευλογιά και πολύ νωρίς ασπάστηκε τον μοναχισμό, την Ζωή και την Θεοδώρα. Από τις πρώτες ενέργειες του νέου αυτοκράτορα ήταν η σταδιακή απομάκρυνση από τις διάφορες κρατικές θέσεις των ικανών συνεργατών του Βασιλείου Β’ και η αντικατάστασή τους από ανικάνους και ραδιούργους που κατάντησαν την δημόσια διοίκηση αναξιόπιστη και αναποτελεσματική. Ο Κωνσταντίνος Η’ στα τρία χρόνια που βασίλευσε υπήρξε ανάλγητος και ασυγκίνητος στις ανάγκες του λαού τον οποίο εξαθλίωσε οικονομικά απαγορεύοντας κάθε οικονομική διευκόλυνση και εισπράττοντας αναδρομικά φόρους τους οποίους είχε καταργήσει ο Βασίλειος Β’. Η τελευταία πράξη του ανικάνου και αντιλαϊκού Κωνσταντίνου Η’ υπήρξε η εκλογή ως συζύγου της θυγατέρας του Ζωής ( 50 ετών τότε ) και επομένως και ως διαδόχου του στον θρόνο του Ρωμανού Αργυρού, άνδρα μορφωμένου και από μεγάλη οικογένεια, αλλά χωρίς στρατιωτικές ικανότητες , ανίκανου και. επιπόλαιου.

Ο Ρωμανός Γ’ Αργυρός ( 1028 – 1034 ) μόλις ανέβηκε στον θρόνο κατάργησε το «αλληλέγγυον» και επέβαλλε επαχθείς φόρους για να έχει χρήματα για νέες οικοδομές , επειδή ονειρευόταν τον εαυτό του ως νέο Σολομώντα ή Ιουστινιανό. Η κατάργηση του «αλληλεγγύου» είχε ως αποτέλεσμα την εξαθλίωση του λαού και την αριθμητικοί μείωση του στρατού επειδή η αρπακτικότητα των πλουσίων άρχισε να ελαττώνει των αριθμό των «στρατιωτών», των μικροκαλλιεργητών που κατείχαν κομμάτια γης με παράλληλη υποχρέωση να υπηρετούν στο στρατό όταν τους καλούσαν οι πολεμικές ανάγκες του κράτους. Η φοροεισπρακτική μανία των ισχυρών εξαφάνιζε τους γεωργικούς κλήρους των «στρατιωτών» και μαζί μ’ αυτούς την υποχρέωση να υπηρετούν στρατιωτικά όταν τους καλούσαν. Ο Ρωμανός Γ’ διέπραξε και άλλο ένα ατόπημα που του στοίχησε την ζωή και τον θρόνο. Άρχισε να παραμελεί την αυτοκράτειρα Ζωή και αυτή τα έφτιαξε με τον με τον αυλικό Μιχαήλ, αδελφό του ευνούχου Ιωάννη του Ορφανοτρόφου, ο οποίος τον είχε εισάγει για τον σκοπό αυτόν στο περιβάλλον της Ζωής. Το ειδύλλιο της Ζωής και του Μιχαήλ νομιμοποιήθηκε όταν ο Ρωμανός Γ’ «αρρώστησε» ξαφνικά και σε λίγο πέθανε, τον βρήκαν να ψυχορραγεί στο αυτοκρατορικό λουτρό στις 11 Απριλίου 1034. Η αναγόρευση του Μιχαήλ ως αυτοκράτορα και ο γάμος του με την Ζωή έγιναν από τον πατριάρχη Αλέξιο πριν την κηδεία του νεκρού Ρωμανού Γ’ και αφού ο πατριάρχης έλαβε ως δώρο από την αυτοκράτειρα Ζωή, που τότε ήταν 54 ετών, πενήντα λίτρες χρυσού.

Ο Μιχαήλ Δ’ μόλις ανέβηκε στον θρόνο άρχισε να παραμελεί την Ζωή, την οποία έθεσε υπό αυστηρή παρακολούθηση φοβούμενος μήπως και αυτός έχει την τύχη του προκατόχου του. Στις προθέσεις του νέου αυτοκράτορα ήταν να ασχοληθεί με τα στρατιωτικά, αλλά μια σοβαρή και ανίατη ασθένεια που τον προσέβαλλε του αφαίρεσε την δυνατότητα να κάνει κάτι το αξιόλογο. Την διακυβέρνηση της χώρας ασκούσε ο αδελφός του Ιωάννης, ο οποίος έφερε το αξίωμα του Ορφανοτρόφου, και ως μοναδικό σκοπό είχε το προσωπικό οικονομικό όφελος. Εκτός από διεφθαρμένος ο Ιωάννης Ορφανοτρόφος υπήρξε και αψυχολόγητος ως προς την συμπεριφορά του απέναντι στους υποτελείς

στο Βυζάντιο λαούς, όπως οι Βούλγαροι τους οποίους εξανάγκασε με την ανόητη πολιτική του να επαναστατήσουν. Οι Βούλγαροι νικήθηκαν από τον αυτοκρατορικό στρατό τον οποίο ακολούθησε στην εκστρατεία και ο σοβαρά ασθενής Μιχαήλ Δ’, ο οποίος όταν κατά την επιστροφή του κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του, ζήτησε από την αυτοκράτειρα Ζωή να υιοθετήσει τον ανεψιό του Μιχαήλ Καλαφάτη προκειμένου να τον διαδεχτεί στον θρόνο. Η Ζωή έκανε την υιοθεσία και απένειμε στον Μιχαήλ Καλαφάτη τον τίτλο του καίσαρα. Ήσυχος πια ο Μιχαήλ Δ’ για την διαδοχή του από τον ανεψιό του πέθανε το βράδυ της 10ης Δεκεμβρίου 1041 στην μονή των Αγίων Αναργύρων.

Ο νέος αυτοκράτορας Μιχαήλ Ε’ ο Καλαφάτης βασίλεψε μόνο τέσσερις μήνες και οι μόνες αξιόλογες πράξεις του ήταν η καταδίκη σε εξορία του θείου του Ιωάννη του Ορφανοτρόφου και η σύλληψη την νύχτα 18 προς 19 Απριλίου 1042 της αυτοκράτειρας Ζωής με την κατηγορία ότι σχεδίαζε να τον δηλητηριάσει. Η αυτοκράτειρα Ζωή ήταν πορφυρογέννητη, είχε γεννηθεί όταν ο πατέρας της Ιωάννης Η’ ήταν ήδη αυτοκράτορας, αυτή και η αδελφή της ήταν οι τελευταίες από τον ένδοξο οίκο των Μακεδόνων που ίδρυσε ο Βασίλειος Α’ ο Μακεδών και λάμπρυνε με τα πολεμικά του κατορθώματα ο θείος τους Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος. Ο λαός αγαπούσε και σεβόταν «τας Μάννας του», όπως τις αποκαλούσαν όλοι. Οι δύο αυτές γηραιές δέσποινες ήταν οι τελευταίοι απόγονοι του οίκου των Μακεδόνων. Όλα αυτά, όμως, τα αγνόησε ο άθλιος Καλαφάτης και με περισσή βιαιότητα συνέλαβε την πορφυρογέννητη Ζωή και την φυλάκισε στην Πριγκιπόννησο. Η σύγκλητος και κάποιοι από τους ηγέτες του δήμου δέχτηκαν τις εξηγήσεις του αυτοκράτορα, ο οποίος ανάγγειλε στο λαό με διάγγελμα την καθαίρεση της Ζωής. Και τότε ξέσπασε η θύελλα. Η αντίδραση του πλήθους υπήρξε εκρηκτική. Οι λαϊκές μάζες διέλυσαν την αυτοκρατορική φρουρά και κατέλαβαν το «ιερό παλάτιο». Περίτρομος ο ουτιδανός Καλαφάτης κατέφυγε στην Μονή Στουδίου. Άλλες λαϊκές μάζες έφεραν την Θεοδώρα, την αδελφή της Ζωής στην Αγία Σοφία και την ανακήρυξαν αυτοκράτειρα και στην συνέχεια την επεφήμησαν μαζί με την Ζωή, την οποία ο Μιχαήλ Ε’, σε μια τελευταία προσπάθεια κατευνασμού του λαού, την είχε ανακαλέσει από την εξορία.

Με διαταγή της Θεοδώρας και της Ζωής συνέλαβαν τον Μιχαήλ, τον διαπόμπευσαν και τον τύφλωσαν. Έτσι έληξε η βασιλεία του Μιχαήλ Δ’.

Ο λαός με την εξέγερσή του είχε αποκαταστήσει στην εξουσία τις δυο γηραιές κυρίες, του οίκου των Μακεδόνων, αλλά υπήρχε ανάγκη και κάποιου ικανού άνδρα για να κυβερνάει, έτσι άρχισε η προσπάθεια να βρεθεί κάποιος κατάλληλος για σύζυγος της Ζωής και αυτοκράτορας. Η Ζωή τότε ήταν 62 ετών, Το κατάλληλο πρόσωπο ήταν ο Κωνσταντίνος Μονομάχος, γόνος μιας από τις πλέον επιφανείς οικογένειες της Κωνσταντινούπολης και εξ αγχιστείας συγγενής του Ρωμανού Γ’ του Αργυρού.

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου ( 1042 – 1055 ) συνέβησαν πολλά και αξιόλογα γεγονότα, μόνο που ο αυτοκράτωρ δεν ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για να τα διαχειριστεί με επιτυχία. Ο αυτοκράτορας ήταν ένας γοητευτικός καλοστεκούμενος άνδρας μιας κάποιας ηλικίας, γλεντζές, με αριστοκρατικούς τρόπους, που το μόνο για το οποίο ενδιαφερόταν ήταν οι ηδονές. Πίστευε πως η άνοδος του στο θρόνο ήταν το επιστέγασμα της σταδιοδρομίας του και ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει από εδώ και πέρα ήταν να χαρεί τα όσα του προσέφερε η ζωή του αυτοκράτορα. Προκειμένου να ανταπεξέλθει στα όλο και αυξανόμενα, από τα καμώματα του, έξοδα του παλατιού άρχισε να αυξάνει τους ήδη από την εποχή των προκατόχων του αυξημένους φόρους και να ελαττώνει τις στρατιωτικές δαπάνες ( σας θυμίζει κάποια σημερινή χώρα με την κυβέρνησή; ). Η κακή αυτή διακυβέρνηση έγινε αιτία να ξεσπάσουν στρατιωτικά κινήματα, αλλά και ολόκληρη η πολιτική ζωή να εκδηλώνεται σαν μια άρρωστη κατάσταση μέσα σε ένα περιβάλλον ραδιουργιών, από τις οποίες, δυστυχώς, δεν απουσίαζε ο πνευματικός κόσμος της αυτοκρατορίας. Οι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής εκείνης, επειδή είχαν εμπλακεί στην άσκηση της εξουσίας, είχαν διαφθαρεί κατά τρόπο κραυγαλέα σκανδαλώδη. Κλασικό παράδειγμα ο σοφός μοναχός, ιστορικός, φιλόσοφος, θεολόγος, αποκρυφιστής και πολιτικός Μιχαήλ Ψελλός,, η προσωπικότητα του οποίου είναι τόσο αντιφατική και αλλοπρόσαλλη, ώστε να είναι χαρακτηριστική για την ηθική κρίση που διέκρινε την εποχή εκείνη.

Κατά την περίοδο της βασιλείας του μονομάχου έχουμε την εκδήλωση στρατιωτικών κινημάτων, όπως η επανάσταση του Γεωργίου Μανιάκη ( 1042 ), η οποία κατέρρευσε όταν φονεύθηκε ο αρχηγός της στη μάχη του Οστρόβου ( 1043 ). Συγχρόνως με τα γεγονότα του Μανιάκη έλαβε χώρα και η αποστασία επανάσταση της Κύπρου υπό τον στρατηγό Θεόφιλο Ερωτικό. Το κίνημα αυτό το κατέστειλε εύκολα ο ναύαρχος Κωνσταντίνος Χαζέ. Το 1047 εκδηλώθηκε η αποστασία του στρατηγού Λέοντα Τορνίκη, ο οποίος πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, αλλά λόγω αναποφασιστικότητας χρονοτρίβησε και όταν τα χρήματά του άρχισαν να λιγοστεύουν το στράτευμα άρχισε να διαλύεται. Τελικά ο Τορνίκης νικήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και τυφλώθηκε.

Στις μέρες του Κωνσταντίνου Θ’ ( 1042 ) αποσπάστηκε οριστικά από την αυτοκρατορία το σερβικό κράτος της Ζέτα ( η αρχαία Διόκλεια ) υπό την ηγεσία του Στεφάνου Βοϊσλάβου.

Υπήρξε όμως και μία προσάρτηση εδαφών στην αυτοκρατορία επί Μονομάχου, μόνο που οφειλόταν σε συνθήκη της εποχής του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου. Επί Βασιλείου Β’ ο άρχων του αρμενικού κράτους του Ανίου Ιωβανεσίκης του παρέδωσε την χώρα . Σε αντάλλαγμα ο Βασίλειος Β’ ονόμασε μάγιστρο τον Ιωβανεσίκη και τον διόρισε ισόβιο κυβερνήτη του Ανίου και της Μεγάλης Αρμενίας, αλλά με την προϋπόθεση ότι τα εδάφη αυτά θα υπαχθούν ολοκληρωτικά στην αυτοκρατορία μετά τον θάνατο του Ιωβανεσίκη. Έτσι όταν πέθανε ο μάγιστρος Ιωβανεσίκης και μετά από κάποιες μικροαντιρρήσεις ο γιος του Κακίκιος παρέδωσε τις χώρες αυτές στους Βυζαντινούς και έλαβε σαν αντάλλαγμα τον τίτλο του μαγίστρου και μεγάλα κτήματα στην Καππαδοκία, όπου έζησε πλούσιος και ευτυχισμένος.

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ’ έχουμε και την τελευταία επιδρομή των Ρώσων κατά της Κωνσταντινούπολης ( 1043 ), η οποία αποκρούεται με το υγρό πυρ.

Το 1045 και 1046 αρχίζουν οι Σελτζούκοι Τούρκοι επιθέσεις κατά των Βυζαντινών, αλλά αποκρούονται με ανορθόδοξο πόλεμο εκ μέρους του αυτοκρατορικού στρατού ( αιφνιδιαστικές επιθέσεις σε διάφορα απομονωμένα στρατιωτικά τμήματα και νυκτομαχίες ).

Λίγο αργότερα ( 1048 ) κάνουν επίθεση από Βορρά οι Πετσενέγκοι και σε πρώτη φάση το Βυζάντιο τους νικά . αλλά στην συνέχεια κάποιοι από αυτούς αιχμάλωτοι που τους είχαν εγκαταστήσει στην Βιθυνία στασιάζουν και ενώνονται με ομοεθνείς τους προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στον αυτοκρατορικό στρατό. Τελικά η βυζαντινή κυβέρνηση συνθηκολόγησε δίνοντας χρήματα, γαίες και αυλικούς τίτλους στους αρχηγούς των Πετσενέγκων.

Στην βυζαντινή Ιταλία αρχίζουν επιθέσεις οι Νορμανδοί και πιέζουν σοβαρά τους Βυζαντινούς. Το 1053 οι Νορμανδοί νικούν και τον στρατό που ο Πάπας Λέων Θ’ είχε στρατολογήσει στην Γερμανία και συλλαμβάνουν τον ίδιο αιχμάλωτο. Τα πράγματα χειροτερεύουν ακόμα περισσότερο τον επόμενο χρόνο ( 1054 ) όταν γίνεται το εκκλησιαστικό σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Το σχίσμα ήταν το τελευταίο σημαντικό γεγονός της βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου, ο οποίος πέθανε στις 11 Ιανουαρίου του 1055. Η κακοδιοίκηση των 13 χρόνων της βασιλείας του Μονομάχου άφησε βαθειά τα σημάδια της στην μετέπειτα ζωή του κράτους.

Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θ’ βασίλεψε μόνη της η Θεοδώρα για λίγους μήνες ( 1055 – 1056 ). Η Ζωή είχε ήδη πεθάνει από το 1050. Η Θεοδώρα πεθαίνοντας και αυτή όρισε διάδοχο τον Μιχαήλ τον Στρατιωτικό ( είχε διατελέσει λογοθέτης του Στρατιωτικού απ’ όπου έλαβε και την προσωνυμία «Στρατιωτικός».

Ο Μιχαήλ ΣΤ’ ο Στρατιωτικός ( 1056 – 1057 ) συνέχισε επάξια την μακρά παράδοση ανικάνων αυτοκρατόρων και γι’ αυτό οι στρατιωτικοί στασίασαν και ανέβασαν στον θρόνο τον Ισαάκιο Κομνηνό ( 1057 – 1059 ).

Ο αυτοκράτορας Ισαάκιος ο Κομνηνός ήταν γόνος της μεγάλης οικογένειας των Κομνηνών από την κωμόπολη Κόμνη της Θράκης. Μοναδική πρόθεση του νέου αυτοκράτορα ήταν η ανόρθωση του κράτους σε κάθε τομέα, αλλά προσέκρουσε στην αντίδραση των ισχυρών που πλήττονταν από τα μέτρα που έλαβε. Οι αντιδράσεις που συνάντησε στην ενάσκηση της εξουσίας του από τους ισχυρούς και κάποιες στρατιωτικές ατυχίες και ένας τραυματισμός στο κυνήγι δημιούργησαν στον Ισαάκιο το αίσθημα της ψυχικής κόπωσης που τον οδήγησε σε παραίτηση τον Δεκέμβριο του 1059, αφού προηγουμένως όρισε ως διάδοχό του τον φίλο του Κωνσταντίνο Δούκα.

Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ι’ ο Δούκας ( 1059 – 1067 ) δυστυχώς δεν ακολούθησε την ανορθωτική πολιτική του Ισαακίου Κομνηνού, αλλά συνέχισε την παρακμιακή και διεφθαρμένη διακυβέρνηση όλων όσων προηγήθηκαν του Κομνηνού. Θέλοντας να αποκτήσει πολιτικά ερείσματα επανέφερε όσους είχε απομακρύνει ο Κομνηνός, μοίρασε πολλά αξιώματα ( τιμήσεις ) και γενικώς υποσχέθηκε πολλά σε πολλούς.

Για να ανταπεξέλθει στις οικονομικές ανάγκες του κράτους άρχισε να πουλάει τα κρατικά αξιώματα και να μειώνει τις στρατιωτικές δαπάνες. Η θέση των πολιτικών υπαλλήλων έγινε πολύ καλλίτερη από την θέση των στρατιωτικών με αποτέλεσμα πολλοί στρατιωτικοί να φεύγουν από τον στρατό για να αναζητήσουν θέσεις δημοσίων υπαλλήλων.

Η αμυντική ικανότητα του κράτους περιορίστηκε και οι εξωτερικοί εχθροί επωφελήθηκαν για να αρχίσουν επιθέσεις κατά της αυτοκρατορίας.

Το 1061 οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Βρινδήσιο, το 1064 οι Ούγγροι το Βελιγράδι. Οι Πετσενέγκοι και οι Ούζοι άρχισαν επιδρομές συντρίβοντας την βυζαντινή αντίσταση και λεηλατώντας την χώρα. Στην Ανατολή οι Σελτζούκοι Τούρκοι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατέλυσαν την αραβική κυριαρχία στην Περσία, κατέλαβαν την Βαγδάτη και κυριάρχησαν στο μουσουλμανικό τμήμα της Μικράς Ασίας. Στην συνέχεια ήρθε η σειρά των περιοχών της βυζαντινής κυριαρχίας. Κατάστρεψαν την Ιβηρία και κατέλαβαν το Άνιον ( 1064 ), αυτό που είχε προσαρτηθεί επί Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου μετά από συνθήκη που είχε συνάψει ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος. Μετά το Άνιον εισέβαλαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι στην Μεσοποταμία, στη Χαλδαία, Μελιτηνή, Κολώνεια, Ευφρατησία, Βαασπρακάν και στο θέμα των Αρμενιανών ( όλα αυτά ήταν βυζαντινές επαρχίες ).

Οι συνέπειες αυτών των γεγονότων ήταν μεγάλες επειδή οι καταστροφές που προέκυπταν αύξαναν τα έξοδα και τις δαπάνες του κράτους. Είναι αποδεδειγμένο ιστορικά, όπου εφαρμόστηκαν περικοπές στρατιωτικών δαπανών σε βάρος των αμυντικών αναγκών μιας χώρας, στην οποία υπήρχε κίνδυνος από εξωτερικούς εχθρούς, προκειμένου να βελτιωθούν τα οικονομικά του κράτους, το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφεί η χώρα στρατιωτικά και τα οικονομικά της να επιδεινωθούν. Στην Ρώμη και στο Βυζάντιο η αντιλαϊκή πολιτική και η βουλιμία των ισχυρών έφεραν τον οικονομικό μαρασμό, τα αντιλαϊκά μέτρα, τις περικοπές αμυντικών δαπανών και τέλος τους βαρβάρους εντός των πυλών και όλα αυτά χωρίς να φανεί η παραμικρή οικονομική βελτίωση. Οι βουλιμία των πλουσίων πνίγει τα κράτη χωρίς η αντιλαϊκή πολιτική και η ελάττωση της αμυντικής ικανότητας να μπορεί να τα αναζωογονεί.

Ο Κωνσταντίνος Ι’ ο Δούκας υπέπεσε και σε άλλο ένα ατόπημα, αυτή την φορά σε βάρος της δικαιοσύνης. Προκειμένου να προσποριστεί χρήματα, διέστρεφε δίκες και καταδίκαζε αθώους σε δημεύσεις και μεγάλα πρόστιμα.

Η οικονομική ύφεση, οι κρατικές αδικίες και η αδυναμία υπεράσπισης των πατρίων εδαφών από τις παραμελημένες στρατιωτικές, προκάλεσαν την αγανάκτηση του λαού εναντίον του αυτοκράτορα και του κρατικού μηχανισμού και οδήγησαν στην βαθμιαία στην ψυχική αποξένωση των επαρχιών από το κέντρο, γεγονός που προκάλεσε, κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, την ταχεία κατάρρευση της βυζαντινής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία .

Έτσι είχε η κατάσταση στην αυτοκρατορία, όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας ( Μάιος 1067 ) αφού ασθένησε για αρκετούς μήνες. Τα τρία παιδιά του επιτροπευόντουσαν από την μητέρα του Ευδοκία την Μακρεμβολίτισσα επειδή ήταν ανήλικα. Κατά την άσκηση της εξουσίας από την Ευδοκία η επιθετικότητα των Σελτζούκων Τούρκων αυξήθηκε κατακόρυφα με την λεηλασία της Καισάρειας και των περιοχών γύρω από την Αντιόχεια. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής ήταν αναγκαία η παρουσία ενός ικανού άνδρα στην κορυφή του κράτους. Έτσι επιλέχτηκε για αυτοκράτορας ο στρατηγός Ρωμανός ο Διογένης, ο οποίος για να νομιμοποιήσει την εξουσία του νυμφεύθηκε την χήρα του Κωνσταντίνου Ι’ την Ευδοκία.

( Βιβλιογραφία:

Κωνσταντίνου Ι. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, σ. 179 – 218, Έκδοση ΟΕΔΒ, Αθήναι 1977.

Διονυσίου Α. Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία 324 – 1071, σ. 462 – 519, Αθήναι 1977.

Ιωάννου Ε. Καραγιαννοπούλου, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τόμος Β’, σελίδες 481 – 563, Εκδοτικός οίκος Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1981.

Γιάννης Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, τόμος Β’, σελίδες 101 – 122, Εκδοτική Ερμής, Αθήνα1985.

Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Β’2 867 – 1081, σ, 194 – 253, Αθήναι 1988 ).



ΙΙ. Η επιτροπεία της Ευδοκίας ( Μάιος 1067 – 1η Ιανουαρίου 1068 ) και η μυθιστορηματική επιλογή του Ρωμανού Διογένη ως αυτοκράτορα.

Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα η χήρα του αυτοκράτειρα Ευδοκία άσκησε την εξουσία ως επίτροπος των τριών ανηλίκων τέκνων τους, Μιχαήλ, Ανδρονίκου και Κωνσταντίνου. Την πραγματική διαχείριση της εξουσίας είχε ο Μιχαήλ Ψελλός και ο καίσαρ Ιωάννης Δούκας, αδελφός του νεκρού αυτοκράτορα. Τους δύο αυτούς κατ’ ουσία κυβερνήτες στήριζε ως έμπιστος σύμβουλος ο πατριάρχης Ιωάννης Ξιφιλίνος ( Μιχαήλ Ψελλός 2, 154 κ. εξ. ).

Η ομάδα των τριών αυτών διαχειριστών της εξουσίας συνέχισε την αντιστρατιωτική πολιτική του Κωνσταντίνου Ι’ και αδιαφόρησε για τις κινήσεις των εξωτερικών εχθρών του κράτους. Στον τομέα της οικονομίας η κατάσταση ήταν απελπιστική. Οι σπατάλες είχαν εξαντλήσει τα οικονομικά του κράτους. Ο στρατός είχε περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό, η πειθαρχία και το φρόνημά του είχαν καταπέσει και η μαχητική του ικανότητα είχε σχεδόν εκμηδενιστεί. Το αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής ήταν οι εχθροί να εισέρχονται άφοβα στα εδάφη της αυτοκρατορίας και να καταστρέφουν και να λεηλατούν τα πάντα ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ, 683. 3 ).

Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, τους οποίους η αδυναμία του βυζαντινού κράτους αποθράσυνε, άρχισαν τις επιδρομές. Αρχική νίκησαν τον βυζαντινό στρατό στην Μελιτηνή και στη συνέχεια προήλασαν μέχρι την Καισάρεια την οποία λεηλάτησαν, στη συνέχεια κατάστρεψαν την Κιλικία και τέλος, αφού ενώθηκαν με Άραβες στην περιοχή του Χαλεπίου, λεηλάτησαν και κατάστρεψαν την περιοχή προς την κατεύθυνση της Αντιόχειας ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 93, 5 κ. εξ. ).

Μπροστά σ’ αυτό τον κίνδυνο οι τρείς άθλιοι διαχειριστές τις εξουσίας διέπραξαν ένα άνευ προηγουμένου ατόπημα. Συγκρότησαν ένα ισχυρό στρατό από έμπειρους πολεμιστές, αλλά δεν του παραχώρησαν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για την εκστρατεία. Τα χρήματα που καταβλήθηκαν ήταν ελάχιστα μπροστά σε όσα ήταν αναγκαία για τον επισιτισμό του στρατού ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 95, 17 ). Τότε και οι στρατιώτες, αφού έλαβαν τα ελάχιστα αυτά χρήματα, δήλωσαν ότι το κράτος τους οφείλει πολλά περισσότερα και διαμαρτυρόμενοι εγκατέλειψαν τα στρατόπεδα και επέστρεψαν στα σπίτια τους ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 95, 21 ).

Μη μπορώντας οι ανίκανοι και πονηροί πολιτικοί, Ψελλός, Ιωάννης Δούκας και ο μυστικοσύμβουλός τους πατριάρχης Ιωάννης Ξιφιλίνος, να επιστρατεύσουν παλαιμάχους, επειδή ζητούσαν τα χρήματα που τους χρωστούσαν ήδη από προηγούμενες υπηρεσίες που κατ’ επανάληψη είχαν προσφέρει στο κράτος , διέπραξαν άλλο ένα ατόπημα μεγαλύτερο από το πρώτο, επιστράτευσαν νέους και απόλεμους στρατιώτες, στους οποίους το κράτος δεν χρωστούσε μεν χρήματα, αλλά ήταν τελείως ακατάλληλοι για πόλεμο. Αυτό λοιπόν τον απειροπόλεμο συρφετό τον έστειλαν ως στρατιωτική βοήθεια στον δούκα ( στρατιωτικό διοικητή ) της Αντιόχειας μάγιστρο Νικηφόρο Βοτανειάτη ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 96, 2 ). Το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν καταστροφικό. Οι απειροπόλεμοι και κακώς οπλισμένοι στρατιώτες αφού υπέστησαν αθεράπευτες ( αδιόρθωτες ) καταστροφές γύρισαν άδοξα στα σπίτια τους. Μετά απ’ αυτό ο Νικηφόρος Βοτανειάτης προσπάθησε μόνο με τις δικές του δυνάμεις να αντιμετωπίσει τις εχθρικές εφόδους, μέχρι που έπεσε στη δυσμένεια των διαχειριστών της εξουσίας και αντικαταστάθηκε ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 96, 15 κ. εξ. ).

Το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών της ομάδας των τριών αθλίων διαχειριστών της εξουσίας ( Μιχαήλ Ψελλού, καίσαρα Ιωάννη Δούκα και πατριάρχη Ιωάννη Ξιφιλίνου ) τα πλήρωσε ο λαός των επαρχιών που υπέφερε από τις επιδρομές των βαρβάρων τα πάνδεινα ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 96, 1 και 11. Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ, 683, 3 κ. εξ. ).

Οι καταστροφές αυτές και οι αποτυχίες έκαναν την εκλογή νέου αυτοκράτορα απαραίτητη. Όλων οι προτιμήσεις στρέφονταν προς τον τέως δούκα Αντιοχείας μάγιστρο Νικηφόρο Βοτανειάτη ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 96, 15 κ. εξ. ), αλλά ένα γεγονός που μεσολάβησε άλλαξε την πορεία των εξελίξεων.



Κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος Ι’ ο Δούκας, στην Σαρδική, την σημερινή Σόφια, δούκας, δηλαδή στρατιωτικός διοικητής, ήταν ο στρατηγός Ρωμανός Διογένης. Σαν στρατιωτικός ο Ρωμανός ήταν ικανότατος και το κύρος του στους στρατιωτικούς κύκλους ήταν μεγάλο λόγω των επανειλημμένων επιτυχιών του στην απόκρουση των εχθρικών επιδρομών.

Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ι’ ο Ρωμανός, βλέποντας ότι η αδυναμία του κράτους οφειλόταν στην ηγεσία, προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία προκειμένου να απαλλάξει το κράτος από την ανίκανη ηγεσία. Το εγχείρημα όμως αυτό προδόθηκε από έναν συνεργάτη του Ρωμανού αρμενικής καταγωγής στον οποίο εμπιστεύτηκε τα σχέδιά του ο Ρωμανός. Στο δικαστήριο, που παραπέμφθηκε για να δικαστεί για ό,τι αποτόλμησε, ο Ρωμανός παραδέχτηκε την ενοχή του χωρίς δικαιολογίες , καταδικάστηκε σε θάνατο και εξορίστηκε ( Σημ. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης ήταν μέλος του δικαστηρίου που καταδίκασε τον Ρωμανό, Δες Μιχ. Ατταλειάτης 98, 18 ). Οι μεγάλες υπηρεσίες που είχε προσφέρει προς το κράτος ο Ρωμανός , η καλή του φήμη και το γεγονός ότι θέλησε να σώσει το κράτος από την καταστροφή που το οδηγούσε η κακή διοίκηση, έκαναν πολλούς να ζητούν την επανάληψη της δίκης και την απαλλαγή του χάριν του κρατικού συμφέροντος ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 97 – 98. Συνεχιστής Σκυλίτζη 122, 13 κ. εξ. ).

Η νέα δίκη έγινε υπό την προεδρία της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, η οποία όχι μόνο συγκινήθηκε και δάκρυσε από τα παθήματα του Ρωμανού, αλλά και τον ερωτεύτηκε. Ο Ρωμανός ήταν ένας ελκυστικός άνδρας με ευγενική εμφάνιση και αθλητική κορμοστασιά. Η εύνοια της ερωτευμένης Ευδοκίας δεν άργησε να εκδηλωθεί. Τα Χριστούγεννα του 1067 στο ναό της του Θεού Σοφίας η αυτοκράτειρα Ευδοκία η Μακρεμβολίτισσα παρουσιάστηκε μαζί με τα τρία της παιδιά και ανακήρυξε τον Ρωμανό Διογένη μάγιστρο και στρατηλάτη ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 99 ). Το επόμενο βήμα στα σχέδια της Ευδοκίας ήταν ο γάμος της με τον Ρωμανό και η αναγόρευσή του σε αυτοκράτορα. Εδώ όμως υπήρχε ένα κώλυμα, ο Κωνσταντίνος Ι’ λίγο πριν πεθάνει είχε ζητήσει και είχε λάβει από την Ευδοκία γραπτή ένορκη βεβαίωση ότι μετά τον θάνατό του δεν θα ξαναπαντρευόταν και ότι θα φρόντιζε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα των ανηλίκων τέκνων τους στον θρόνο. Δεν έφτανε δηλαδή που ο ίδιος υπήρξε κάκιστος αυτοκράτορας και ανίκανος για να κυβερνάει, ήθελε να εξασφαλίσει στην αυτοκρατορία μια σειρά επίσης ανικάνων, λόγω κληρονομικότητας, αυτοκρατόρων που θα προερχόντουσαν από την άθλια οικογένειά του. Ο γιος του Μιχαήλ Ζ’ ο Δούκας υπήρξε πλέον ανίκανος του αειμνήστου πατρός του εις την διαχείριση της εξουσίας, και αν ο Κωνσταντίνος Ι’ υπήρξε άθλιος, ο Μιχαήλ Ζ’ υπήρξε αθλιότερος ως ηγεμόνας. Αλλά αίτιος για όλη αυτή την περιπέτεια, όπως ήδη είδαμε πιο πάνω, υπήρξε ο αυτοκράτωρ Ισαάκιος Κομνηνός, ο οποίος πριν παραιτηθεί από τον θρόνο φρόντισε να αναδείξει τον φίλο του Κωνσταντίνο Δούκα σε αυτοκράτορα και έτσι για χάρη της φιλίας Ισαακίου Κομνηνού και Κωνσταντίνου Δούκα το Βυζάντιο υπέφερε τα πάνδεινα.

Ανάλογη γραπτή βεβαίωση όπως της Ευδοκίας είχε κάνει και η σύγκλητος προς τον Κωνσταντίνο Ι’, με την οποία τον διαβεβαίωνε ότι μόνο τα παιδιά του θα αναγνώριζε ως νόμιμους αυτοκράτορες ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ, 681, 2. Μιχαήλ Ατταλειάτης 92, 11 κ. εξ. ).

Το δεσμευτικό για την αυτοκράτειρα Ευδοκία έγγραφο βρισκόταν στην κατοχή του πατριάρχη Ιωάννη Ξιφιλίνου προς φύλαξη και αποτελούσε εμπόδιο για τον γάμο της με τον Ρωμανό. Αλλά η Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα εκτός από νέα, όμορφη και ερωτευμένη, ήταν και έξυπνη, η μεγάλη της μόρφωση είχε οξύνει την φυσική της ευφυΐα και έτσι δεν δυσκολεύτηκε να βρει λύση στο πρόβλημά της ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ, 685, 18 ). Ο γράφων θα ήθελε σ’ αυτό το σημείο να παρακαλέσει τις ερίτιμες αναγνώστριες και τους αξιότιμους αναγνώστες του παρόντος άρθρου αν αυτό που θα περιγράψει στην συνέχεια δεν αποτελεί αυτό που λέμε «βυζαντινή ίντριγκα», να του δώσουν οι ίδιοι άλλο παράδειγμα που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κλασική ίντριγκα της ενδόξου μεσαιωνικής μας ιστορίας.

Ο πατριάρχης Ιωάννης είχε έναν ανιψιό νέο σε ηλικία γάμου που ονομαζόταν Βάρδας ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ 686, 5 ). Έτσι η Ευδοκία έστειλε στον πατριάρχη έναν έμπιστό της ευνούχο να τον ενημερώσει εμπιστευτικά ότι ήθελε για σύζυγό της τον νεαρό Βάρδα, αλλά υπήρχε το εμπόδιο του εγγράφου όρκου της που είχε ο πατριάρχης στην κατοχή του. Αν λοιπόν ο πατριάρχης ήθελε να βοηθήσει και τις έδινε πίσω το έγγραφο, τότε αυτή θα είχε σύζυγο τον ανιψιό του και το κράτος θα αποκτούσε αυτοκράτορα ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ 686. 7 ). Έτσι ο πατριάρχης έπεσε στην παγίδα και όπως το ψάρι, ο τόννος, κατάπιε το δόλωμα ( Συνεχιστής Σκυλίτζη 123, 15 ). Άρχισε να καλεί έναν - έναν τους συγκλητικούς και να καταδικάζει την ύπαρξη του εγγράφου, αλλά και τον νεκρό Κωνσταντίνο Ι’ να κατηγορεί ότι δεν ενδιαφερόταν για το κοινό συμφέρον, αλλά από ζηλοτυπία ζήτησε τον έγγραφο όρκο, ο οποίος ήταν ενάντιος προς τους θεσμούς ( έκθεσμος ) και παράνομος ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ 687, 2 ). Στη συνέχεια δε τόνιζε την ανάγκη να βρει η αυτοκράτειρα δεύτερο σύζυγο για να τεθεί το κράτος κάτω από την στιβαρή ηγεσία ενός άντρα ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ 686, 13 κ. εξ. ). Βέβαια σκόπιμα ο πατριάρχης απέφευγε να αναφέρει το όνομα του Βάρδα, επειδή κανένας δεν τον εκτιμούσε. Είχε όμως την ελπίδα ότι, αν η Ευδοκία ελάμβανε την συγκατάθεση της συγκλήτου για δεύτερο γάμο και μετά να ανακοίνωνε το όνομα του γαμπρού, να έφερνε όλους προ τετελεσμένου γεγονότος και να μην υπήρχε αντίδραση.

Η σύγκλητος συμφώνησε και η αντίδραση κάποιων ελαχίστων ξεπεράστηκε με δώρα και υποσχέσεις ( Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ 687, 7. Συνεχιστής Σκυλίτζη 124, 5 κ. εξ. ). Το δεσμευτικό για την Ευδοκία έγγραφο δεν είχε αξία μπροστά στο εθνικό συμφέρον και μπορούσε να βρει έναν νέο σύζυγο. Ο πατριάρχης αμέσως έσπευσε να ανακοινώσει στην αυτοκράτειρα την δεδηλωμένη θέση της συγκλήτου και να της παραδώσει το έγγραφο της ένορκης υπόσχεσής της. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοικτός για την Ευδοκία και τον Ρωμανό. Την νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου 1067 ο Ρωμανός μπήκε οπλισμένος στο Ιερό Παλάτιο και αμέσως έγινε ο γάμος του με την Ευδοκία. Το επόμενο πρωί 1η Ιανουαρίου 1068 στέφτηκε αυτοκράτωρ ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 101. Συνεχιστής Σκυλίτζη 124, 5. Ιωάννης Ζωναράς ΙΙΙ 687 ). Υπήρξε μία αντίδραση από την φρουρά των Βαράγγων, η οποία αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον νέο αυτοκράτορα, αλλά η δήλωση των τριών γιών της Ευδοκίας ότι με την δική τους συγκατάθεση έγινε η αναγόρευση του Ρωμανού σε αυτοκράτορα ήταν αρκετή για να κάμψει κάθε αντίδραση ( Συνεχιστής Σκυλίτζη 124 ).