Βρισκόμαστε στην εποχή προς το τέλος του Κορινθιακού πολέμου (395 – 387 π. Χ.). Η Αθήνα αντιμετωπίζει προβλήματα κοντά στο άστυ. Ο Σπαρτιάτης αρμοστής της Αίγινας Ετεόνικος είχε αρχίσει να ενθαρρύνει ληστρικές επιδρομές στην ύπαιθρο της Αττικής. Ο Ετεόνικος ήταν υποδιοικητής του στρατηγού Αστυόχου και είχε αναπτύξει μεγάλη δράση κατά την τρίτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου ( Σχετικά με τη δράση του Ετεονίκου δες Ξενοφώντος Ελληνικά, Βιβλίο 1ο ). Η κατάσταση που δημιούργησαν οι επιδρομές ανάγκασε τους Αθηναίους να στείλουν μία φρουρά, η οποία υποστηριζόταν από δέκα τριήρεις, για να δημιουργήσει μια βάση από την οποία θα απέκλειαν την Αίγινα. Του όλου εγχειρήματος διοικητής ήταν ο Πάμφιλος.
Οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα οχυρό και να του κόψουν τη δυνατότητα διέλευσης των Αιγινητών, αλλά ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Τελευτίας, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από την Ρόδο, κατόρθωσε να εκδιώξει τον Αθηναϊκό στόλο χωρίς να καταφέρει να καταλάβει και το οχυρό. Σε λίγο έληξε και η θητεία του Τελευτία, ο οποίος επέστρεψε στη Σπάρτη τιμώμενος από όλους για τη δράση του. Την θέση του Τελευτία ανέλαβε ως νέος ναύαρχος ο Ιέραξ ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε', 1. 1-4 ).
Το καλοκαίρι του έτους 389 π. Χ. ( περί της χρονολόγησης δες Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος Πανεπιστημίου του Cambridge, τόμος 5 ος , σελ. 125, έκδοση ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2005 ) ο Ιέραξ απέπλευσε με προορισμό τη Ρόδο αφήνοντας στην Αίγινα τον επιστολέα του Γοργώπα με δώδεκα πλοία ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε', 1.5 ). Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι επιστολεύς ή επιστολιαφόρος ήταν για τους Σπαρτιάτες ο αναπληρωτής του ναυάρχου, κάτι ανάλογο του αντιναυάρχου ή κάποιος προσαρτημένος στον ναύαρχο για να τον ελέγχει ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο ΣΤ', 2. 25 ). Σύμφωνα με τους νόμους της Σπάρτης δεν μπορούσε το ίδιο πρόσωπο να είναι για δύο συνεχόμενες θητείες ναύαρχος. Ο Λύσανδρος, όταν έληξε η θητεία του ως ναυάρχου, διορίστηκε επιστολέας και από τη θέση αυτή διοικούσε το στόλο ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Β', 1. 7 ). Στην αρχαία Σπάρτη η ναυαρχία ήταν αξίωμα σχεδόν ισάξιο με την βασιλεία η οποία υπερείχε μόνο γιατί ήταν ισόβια. Ο Αριστοτέλης αναφερόμενος στην σπαρτιατική ναυαρχία την χαρακτηρίζει ως «ετέρα βασιλεία» ( Πολιτικά, Β, ΙΧ ). Περί του επιστολέα ως θεσμού, ο οποίος αντικαθιστά ή και ελέγχει τον ναύαρχο έχει γράψει ο Αλέξανδρος Ραγκαβής στο περίφημο αρχαιογνωστικό λεξικό του (Αλέξανδρος Ραγκαβής, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, τόμος α', σελ. 284, Αθήναι 1888 ).
Μετά την αναχώρηση του Ιέρακος για την Ρόδο ο Γοργώπας με τα δώδεκα σπαρτιάτικα πλοία συνέχισε να παρενοχλεί τους Αθηναίους. Αρχικά πολιόρκησε την αθηναϊκή φρουρά του οχυρού που απέκλειε την Αίγινα, χωρίς όμως να μπορέσει να το καταλάβει. Μετά από αυτό οι Αθηναίοι εξέδωσαν ψήφισμα και εξόπλισαν τριήρεις με τις οποίες έφεραν πίσω τους άνδρες τους από το οχυρό της Αίγινας. Αλλά επειδή ο Γοργώπας συνέχισε να παρενοχλεί την Αττική με ληστρικές επιδρομές, οι Αθηναίοι εξόπλισαν εναντίον του δεκατρείς τριήρεις και εξέλεξαν ναύαρχο σε αυτές τον Εύνομο.
Όσο ο Ιέραξ βρισκόταν στη Ρόδο οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν ως ναύαρχο τον Ανταλκίδα πιστεύοντας ότι με αυτή την ενέργεια θα χαροποιούσαν τον Πέρση σατράπη Τιρίβαζο που ήταν φίλος του και στήριζε με τη στάση του την δράση των Σπαρτιατών κατά των Αθηναίων.
Ο Ανταλκίδας όταν έφτασε στην Αίγινα το καλοκαίρι του 388 π. Χ. πήρε μαζί του τον Γοργώπα με τα πλοία του και κατέπλευσε προς την Έφεσο. Από εκεί έστειλε πίσω στην Αίγινα το Γοργώπα με τα δώδεκα πλοία του και στα άλλα διόρισε διοικητή τον επιστολέα του Νικόλοχο.
Κατά την επιστροφή του ο Γοργώπας από την Έφεσο συναντήθηκε στη θάλασσα με τον Εύνομο. Τότε κατευθύνθηκε στην Αίγινα και λίγο πριν την δύση του ηλίου αποβιβάστηκε στη στεριά και παρέθεσε δείπνο στους στρατιώτες του. Ο Εύνομος έμεινε για λίγο κι ύστερα απέπλευσε. Η ώρα ήταν περασμένη και είχε αρχίσει να βραδιάζει, έτσι ο Εύνομος προχωρούσε έχοντας αναμμένο ένα φως για να μη χάνονται τα πλοία που τον ακολουθούσανε. Τότε ο Γοργώπας και οι ναύτες του μπήκαν αμέσως στα πλοία και άρχισαν να ακολουθούν τους Αθηναίους μέσα στο σκοτάδι έχοντας σαν οδηγό το φως που ήταν στο πλοίο του Ευνόμου. Οι Σπαρτιάτες έκαναν κάθε προσπάθεια για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους Αθηναίους. Οι κελευστές έδιναν τα παραγγέλματα με χτυπήματα λίθων και όχι με τη φωνή, και η κωπηλασία γινόταν με πλαγιαστά τα κουπιά για να μην ακούγεται δυνατά το πλατάγισμα τους μέσα στα νερά.
Έτσι πλέοντας μέσα στην αττική νύχτα οι Αθηναίοι έφτασαν στον Ζωστήρα της Αττικής, την περιοχή που σήμερα βρίσκεται η πλαζ του Αστέρα στην Βουλιαγμένη όπου υπάρχει ο ναός του Απόλλωνος Ζωστήρος στην θέση Λαιμός στο Μικρό Καβούρι, τον οποίο ανακάλυψε αρχικά το 1925 ο Άγγελος Τανάγρας και στη συνέχεια έκανε συστηματικές ανασκαφές ο διάσημος αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης ( Δες την σχετική ανακοίνωση στο Αρχαιολογικό Δελτίο υπ αριθμόν 11 των ετών 1927 – 1928, σ. 9 - 52 ).
Όταν λοιπόν τα πλοία του Ευνόμου έφτασαν στη στεριά κοντά στο Ζωστήρα της Αττικής, ο Γοργώπας έδωσε με την σάλπιγγα το σύνθημα της επίθεσης εναντίον τους. Κατά τη στιγμή της επίθεσης στην πλευρά των Αθηναίων υπήρχε αταξία, από μερικά πλοία του Ευνόμου μόλις οι ναύτες αποβιβάζονταν στη στεριά, άλλα πλοία τότε προσορμίζονταν, και κάποια άλλα την στιγμή αυτή κατέπλεαν στον όρμο. Κατά τη σύντομη ναυμαχία που ακολούθησε κάτω από το φως της σελήνης ο Γορώπας συνέλαβε τέσσερις αθηναϊκές τριήρεις, τις έδεσε πίσω από τα δικά του πλοία με σχοινιά και τις οδήγησε στην Αίγινα. Μετά από αυτό το πάθημα τα πλοία των Αθηναίων ζήτησαν καταφύγιο στον Πειραιά ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε', 1. 5-9. Για την χρονολόγηση δες Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, τόμος 5 ος , σελ. 126, έκδοση ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2005 ). Αυτή ήταν λοιπόν η ναυμαχία του Ζωστήρος, μια νυκτερινή ναυτική συμπλοκή περιορισμένου αριθμού πλοίων μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών μέσα στα πλαίσια της γενικότερης σύρραξης που η ιστορία χαρακτηρίζει ως Κορινθιακό πολέμου.
Πολύ σύντομα όμως οι Αθηναίοι πήραν την εκδίκηση τους από τους Σπαρτιάτες για την ναυτική ήττα τους στα νερά του Ζωστήρα.
Ο Αθηναίος ναύαρχος Χαβρίας απέπλευσε για την Κύπρο προκειμένου να βοηθήσει τον βασιλιά της Σαλαμίνας της Κύπρου Ευαγόρα, έχοντας ήδη υπό τις διαταγές του οχτακόσιους πελταστές, δέκα τρεις τριήρεις και κάποια αθηναϊκα πλοία με οπλίτες. Με όλη αυτή τη δύναμη Χαβρίας πήγε στην Αίγινα και αφού αποβιβάστηκε ο ίδιος κρυφά την νύχτα σε ένα μικρό όρμο στο ακρωτήριο Ηράκλειο, έστησε ενέδρα έχοντας μαζί του τους πελταστές. Τα ξημερώματα, όπως είχαν συνεννοηθεί, έφτασαν και οι οπλίτες των Αθηναίων με τον αρχηγό τους Δημαινέτη και προωθήθηκαν πέρα από το Ηράκλειο δέκα έξι στάδια ( 2.960 μέτρα, 1 στάδιον= 185 μέτρα ) στην περιοχή του ακρωτηρίου Τριπυργία. Όταν ο Σπαρτιάτης Γοργώπας πληροφορήθηκε για την ύπαρξη Αθηναίων οπλιτών πάνω στο νησί έσπευσε στην περιοχή ακολουθούμενος από Αιγινήτες στρατιώτες, από τους ναύτες των καραβιών και από οχτώ Σπαρτιάτες που έτυχε να βρίσκονται εκεί. Έδωσε διαταγή θα τον ακολουθήσουν και από τα πληρώματα των καραβιών όσοι ήσαν ελεύθεροι. Έτσι έτρεξαν να βοηθήσουν και πολλοί από τα πληρώματα με ότι όπλο διέθετε ο καθένας τους. Μόλις λοιπόν οι πρώτοι από αυτούς πέρασαν την ενέδρα σηκώθηκαν οι άντρες του Χαβρία και άρχισαν να τους χτυπάνε με βέλη και ακόντια, συγχρόνως δε τους επιτέθηκαν και οι οπλίτες που μόλις είχαν αποβιβαστεί από τα πλοία υπό τον Δημαινέτη. Και οι πρώτοι, καθώς προχωρούσαν ασύντακτοι, σκοτώθηκαν αμέσως, μεταξύ αυτών ήταν ο Γοργώπας και οι οχτώ Λακεδαιμόνιοι που τον ακολουθούσαν. Μόλις έπεσαν αυτοί νεκροί οι υπόλοιποι και τράπηκαν σε φυγή. Σκοτώθηκαν περίπου εκατόν πενήντα Αιγινήτες και από τους ξένους, τους μετοίκους και τους ναύτες που είχαν τρέξει βιαστικά για βοήθεια, πάνω από διακόσιοι. Μετά από αυτό οι Αθηναίοι ασκούσανε για κάποιο χρονικό διάστημα πλήρη έλεγχο στη θάλασσα ( Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε', 1. 10-13 ).
Αυτή ήταν η εκδίκησης των Αθηναίων γιατί ναυμαχία του Ζωστήρος που έγινε στην σημερινή κοσμοπολίτικη πλαζ του Αστέρα της Βουλιαγμένης μπροστά από τον ναό του Απόλλωνα Ζωστήρα.