Υπό Γεωργίου – Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου.
Επειδή οι Πέρσες είχαν έλθει σε πολύ άσχημη θέση μετά τις στρατιωτικές ενέργειες και τις νίκες του αυτοκράτορα Ηρακλείου αποφάσισαν να κάνουν έναν αντιπερισπασμό, αφού λοιπόν ήρθαν σε συνεννόηση με τους Αβάρους έστειλαν το 626 στρατό κατά της Κωνσταντινουπόλεως.
Το πώς έγιναν οι συνεννοήσεις των Περσών με τους Αβάρους προς τους οποίους ο Ηράκλειος είχε συνάψει ειρήνη, μας είναι άγνωστο • ξαφνικά όμως κατά τον Ιούλιον του 626, κι ενώ ο Ηράκλειος πολεμούσε στην Ανατολή, οι Πέρσες υπό τον στρατηγό Σάρβαρο έφθασαν απέναντι από την Κωνσταντινούπολη στην Χαλκηδόνα και συγχρόνως οι Άβαροι με στόλο από μόνοξυλα, τα οποία κατασκεύασαν οι Σλάβοι, κατήλθαν στον Κεράτιο κόλπο. Οι Άβαροι είχαν συμπεριλάβει στο στρατό τους Σλάβους και Βούλγαρους, όπως μας αναφέρει ο Γεώργιος Πισίδης (P G, vol. 92, col. 1005 κ. ε. ) (όρα και Νικηφόρο, σ. 59 και 61, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1994). Ο Ηράκλειος μόλις επληροφορήθει μέσω ταχυδρόμου ή μέσω φρυκτωριών την πολιορκία έστειλε αμέσως μήνυμα προς τους πολιορκημένους να αμυνθούν γενναία και να μην φοβηθούν τίποτα. Και πράγματι ο λαός και ο στρατός της Κωνσταντινουπόλεως και η ηγεσία του, δηλαδή ο συμβασιλεύς Ηράκλειος ο νέος Κωνσταντίνος ( έτσι ήταν το όνομα του και ήταν γιος του Ηρακλείου ) ο πατριάρχης Σέργιος και ο μάγιστρος Βώνος απεδείχθησαν αντάξιοι της εμπιστοσύνης και των προσδοκιών του αυτοκράτορα. Ο χαγάνος (αρχηγός) των Αβάρων διέθετε 80.000 στρατό και πολιορκητικές μηχανές τις οποίες έστρεψε κατά των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινουπόλεως, όπως εξιρτορεί ο Γεώργιος Πισίδης που ήταν παρών κατά την πολιορκία (όρα Γεώργιος Πισίδης, col. 1009, ενθ. ανωτ. και Νικηφόρος ενθ. ανωτ.). Από την πλευρά τους οι Βυζαντινοί διέθεταν 12.000 εξαιρετικό ιππικό και ναυτικό με ελαφρά πλοιάρια (σκαφοκάραβα). Οι Άβαροι δεν μπόρεσαν να μεταφέρουν από την ασιατική όχθη τους Πέρσες • επεδίωξαν μόνο να καταλάβουν τα τείχη γιατί πίστευαν ότι μπορούσαν να επιτύχουν κάτι τέτοιο. Το γεγονός αυτό φαίνεται από τον αλαζονικό τρόπο με τον οποίον απάντησε ο αρχηγός μας σε πρεσβεία που έστειλε ο συμβασιλέας Ηράκλειος ο νέος Κωνσταντίνος προκειμένου να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις τους : ''εξέλθετε ευθέως της Πόλεως, έτερον δε τι φιλάνθρωπον παρ' εμού μη αιτήσητε'' (Analecta Avarica, σελ. 40, εκδ. L. Sernbach, Cracovia,1900) (όρα και Πισίδη, col.1008c και 1012α ενθ. ανωτ.) Η κυρία επίθεση άρχισε στο τέλος του Ιουλίου• αποφασιστική για την έκβαση της πολιορκίας υπήρξε η καταστροφή των σλαβικών μονοξύλων των οποίων τα πληρώματα αντιμετώπισαν το βυζαντινό στόλο και τους βυζαντινούς στρατιώτες που ενέδρευαν στην ξηρά αλλά και την οργή του χαγάνου, ο οποίος μετά την αποτυχία τους διέταξε τη θανάτωση των συμμάχων του Σλάβων, αμέσως μόλις αυτοί έβγαιναν από την θάλασσα, όσοι από αυτούς κατόρθωναν να γλιτώσουν από τα βυθιζόμενα πλοιάριά τους. Η καταστροφή που υπέστησαν οι Άβαροι στη θάλασσα ήταν τόσο μεγάλη που τους ανάγκασε κακήν κακώς να λύσουν την πολιορκία των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινουπόλεως και να φύγουν εσπευσμένα προς τα εδάφη τους (8 Αυγούστου 626) (Θεοφάνης, τ. 1, σ. 487, εκδ. Βόννης 1839 και Πισίδης, col. 1008 και 1009) Μετά την φυγή των συμμάχων τους Αβάρων οι Πέρσες αποχώρησαν από τη Χαλκηδόνα αφού ’’εχείμασαν κουρσεύοντες και πρεδεύοντες’’ κατά τον Θεοφάνη (ενθ. ανωτ.) (Περί της πολιορκία όρα F. Barisič, Le siège de Constantinople
par les Avars et les Slaves en 626, Byzantion, vol. 24, 1954, σ. 371 – 395, ομοίως Νικηφόρος, σ. 59 και 61, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1994. ).
Μετά την νίκη οι κάτοικοι της πόλεως με επικεφαλής τον συμβασιλέα Ηράκλειο τον νέο Κωνσταντίνο, τον πατριάρχη Σέργιο και τον μάγιστρο και πατρίκιο Βώνο τέλεσαν ευχαριστήρια ακολουθία στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών επειδή σε αυτή ακριβώς την περιοχή των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως, στο προτείχισμα των Βλαχερνών που ονομάζεται Πτερόν, είχε εκδηλωθεί η επίθεση των Αβάρων που αποκρούστηκε ( Νικηφόρου Ιστορία, ένθα ανωτέρω ). Προς το γεγονός τούτο έχει συνδεθεί από την εκκλησιαστική παράδοση η μολπή του περίλαμπρου Ακαθίστου Ύμνου, ο οποίος μας έχει παραδοθεί ανωνύμως, αλλά η σύγχρονη ιστορική έρευνα των αποδίδει με βεβαιότητα στον Πατριάρχη Σέργιο ( όρα Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Τόμος Β1, σσ. 24 - 25,έκδοση Αθήναι 1981).